ὑποδείδω
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
English (LSJ)
I trans., shrink in fear under, cower before, c. acc., Hom., who uses mostly the aor. (usu. written with double δ for δϝ, v. δείδω) , ὑπέδδεισαν, ὑποδδείσαντες, Il.1.406, 12.413, al.; ὑποδείσατε Od.2.66: Ep. pf. 2 and plpf., ὑποδείδια 17.564, Philet.8, ὑπεδείδισαν Il.5.521: Ep. pf. 1 ὑπαιδείδοικα h.Merc.165: literally, of birds, cower beneath, μέγαν αἰγυπιὸν ὑποδείσαντες S.Aj. 169 (anap.).
II abs., fear, μή τίς μοι ὑποδδείσας ἀναδύη Od.9.377; ὑποδεδοικώς Luc.Salt.63; cf. ὑποδεδιώς.
German (Pape)
[Seite 1214] (s. δείδω), ein wenig fürchten; c. acc., sich ein wenig vor Einem oder vor Etwas fürchten, οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν, οὔτε ἰωκάς Il. 5, 521; τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί 1, 406; οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν 12, 413; vgl. 18, 199. 22, 282. 13, 417. 24, 265; θεῶν δ' ὑποδείσατε μῆνιν Od. 2, 66. 16, 425 u. öfter; μνηστήρων χαλεπῶν ὑποδείδι' ὅμιλον 17, 564; ὑποδείδιεν Philet. 7; ep. perf. ὑπαιδείδοικα steht H. h. Merc. 165; μέγαν αἰγυπιὸν δ' ὑποδείσαντες Soph. Ai. 169. – Auch absol., sich ein wenig fürchten, ὑποδεδοικώς Luc. de salt. 63. S. auch ὑποδεδιώς.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποδείσω, ao. ὑπέδεισα, pf. ὑποδέδοικα;
1 tr. craindre au fond, craindre secrètement, acc.;
2 intr. s'effrayer subitement.
Étymologie: ὑπό, δείδω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδείδω: эп. тж. ὑπαιδείδω ощущать некоторый страх, побаиваться (τινά и τι Hom., HH, Soph.): μή τις ὑποδδείσας ἀναδύῃ Hom. чтобы кто-л., струсив, не сбежал; ὑποδεδοικὼς καὶ ἱχετεύων Luc. оробевший и умоляющий.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδείδω: μέλλ. -σω· Ι. μεταβατ., φοβοῦμαί τινα ἢ τι, τρομάζω πρὸ αὐτοῦ καὶ ἀπομακρύνομαι, μετ’ αἰτ., Ὅμηρ., παρ’ ᾧ εὕρηται μόνον ὁ ἀόρ. (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον διὰ διπλοῦ δ), ὑπέδδεισαν, ὑποδδείσας, τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θέοι, οὐδὲ τ’ ἔδησαν Ἰλ. Α. 406· οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν, οἱ δὲ φοβηθέντες τήν τοῦ βασιλέως ἀπειλήν, Μ. 413, κλπ.· ὑποδείσατε (μεθ’ ἑνὸς δ), Ὀδ. Β. 66· καὶ τὸν Ἐπικ. πρκμ. β΄ καὶ ὑπερσ. ὑποδείδια, ὑποδείδισαν Ρ. 564, Ἰλ. Ε. 521· Ἐπικ. πρκμ. α΄ ὑπαιδείδοικα Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 165· - κυριολεκτικῶς ἐπὶ πτηνῶν ὑποπτήσσω ἐκ φόβου, «ζαρώνω», μέγαν αἰγυπιόν... ὑποδείσαντες Σοφ. Αἴ. 169. ΙΙ. ἀπολ., μή τίς μοι ὑποδδείσας ἀναδύῃ Ὀδ. Ι. 377· ὑποδεδοικὼς Λουκ. περὶ Ὀρχ. 63 πρβλ. ὑποδεδιώς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 63.
English (Autenrieth)
aor. ὑπόδδεισαν, ὑποδείσατε, part. ὑποδδείσᾶς, perf. ὑποδείδια, plup. ὑπεδείδισαν: be afraid before, shrink under, fear, abs., and w. acc.
Greek Monolingual
Α
1. τρομάζω μπροστά σε κάποιον και υποχωρώ ή απομακρύνομαι («τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί», Ομ. Ιλ.)
2. (για πουλὶ) τρέμω κάποιον, ζαρώνω από τον φόβο μου («μέγαν αἰγυπιὸν... ὑποδείσαντες», Σοφ.)
3. (γενικά) φοβάμαι, τρέμω («μή τις μοι ὑποδδείσας ἀναδύῃ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δείδω «φοβάμαι»].
Greek Monotonic
ὑποδείδω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ὑπέδεισα, Επικ. -έδδεισα· Επικ. παρακ. ὑπαιδείδοικα· παρακ. βʹ ὑπο-δείδια, γʹ πληθ. υπερσ. ὑπεδείδισαν·
I. μτβ., δειλιάζω κάτω από ή ενώπιον, ή φοβάμαι μυστικά, με αιτ., σε Όμηρ.· ομοίως, λέγεται για πτηνά, ζαρώνω από φόβο, αἰγυπιὸν ὑποδείσαντες, σε Σοφ.
II. απόλ., σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ὑποδεδιώς.
Middle Liddell
fut. σω aor1 ὑπέδεισα epic -έδδεισα epic perf. ὑπαιδείδοικα perf. 2 ὑπο-δείδια 3rd pl. plup. ὑπεδείδισαν
I. trans. to cower under or before, or to fear secretly, c. acc., Hom.:—so of birds, to cower beneath, αἰγυπιὸν ὑποδείσαντες Soph.
II. absol., Od.; cf. ὑποδεδιώς.