βότρυς

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

υος, ὁ (heterocl. pl. βότρυα, τά, Euph.149),

   A bunch of grapes, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν Il.18.562, etc.: pl., grapes, Hp.Vict.2.55: prov., βότρυς πρὸς βότρυν πεπαίνεται Jul.Or.7.225b.    2 = sq. 1, βότρυς κόμης AP 5.286 (Agath.), cf. Nonn.D.1.528, etc.    3 clustered ear-ring, Ar.Fr.320.10.    II = ἀμβροσία and ἀρτεμισία, Dsc.3.114.    2 oak of Jerusalem, Chenopodium Botrys, ib.115.    III the Pleiades, Sch.Il.18.486.

German (Pape)

[Seite 455] υος, ὁ, 1) die Weintraube, Il. 18, 562 (ἅπαξ εἰρημ.); Ar. Equ. 1072 u. öfter; Plat. βοτρύων (was freilich auch von βότρυον herkommen kann) Legg. VII, 844 d. – Bei Diosc. ein wohlriechendes Kraut. – 2) = βόστρυχος, bei sp. D., z. B. ἐθείρης Nonn. D. 1, 528; χαίτης Agath. 21 (V, 287). – Ohrgehänge, Ar. Poll. 7, 95.

Greek (Liddell-Scott)

βότρυς: -υος, ὁ, σταφυλή, μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν Ἰλ. Σ. 562· οὕτω παρ’ Ἀττ. 2) = βότρυχος, βότρυς χαίτης Ἀνθ. II. 5. 287, Νόνν. Δ. 1. 528, κτλ. 3) ἐνώτιον (ἴδε βοτρύδιον ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10. ΙΙ. εἶδος βοτάνης ἥτις καλεῖται καὶ ἀρτεμισία, Διοσκ. 3. 130. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ βόστρυχος, ὡς δεικνύει ὁ τύπος βότρυχος).

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ) :
grappe de raisin.
Étymologie: DELG pas d’étym., pê emprunt médit., comme la plupart du voc. du vin et de la vigne.

English (Autenrieth)

υος: cluster of grapes, pl., Il. 18.562†.

English (Abbott-Smith)

βότρυς, -οῦ, ὁ, [in LXX for אֶשְׁכֹּל;]
a cluster of grapes: Re 14:18 (cf. στραφυλή) .†

English (Strong)

of uncertain derivation; a bunch (of grapes): (vine) cluster (of the vine).

English (Thayer)

βότρυος, ὁ, a bunch or cluster of grapes: Buttmann, 14 (13)). (Homer down.)

Greek Monolingual

βότρυς, ο (Α)
1. σταφύλι, τσαμπί
2. βόστρυχος, μπούκλα
3. σκουλαρίκι σε σχήμα σταφυλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυς όπως και άλλες λέξεις που σχετίζονται με την καλλιέργεια του αμπελιού (πρβλ. οίνος, άμπελος κ.ά.) είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. βοτρύδι (ον)
αρχ.
βοτρυδόν, βοτρυηρός, βοτρύιος, βοτρυόεις, βοτρυούμαι, βοτρυώδης
μσν.
βοτρυφόρος.
ΣΥΝΘ. αρχ. βοτρυηφόρος, βοτρυόδωρος, βοτρυοειδής, βοτρυόκοσμος, βοτρυόπαις, βοτρυοστέφανος, βοτρυοχαίτης
μσν.
βοτρυομήτωρ
νεοελλ.
βοτρυανθής, βοτρυοστεφής. (Β΄ συνθετικό) αγλαόβοτρυς, ελίβοτρυς, εύβοτρυς, καλλίβοτρυς, μικρόβοτρυς, ποικιλόβοτρυς, πολύβοτρυς, φερέβοτρυς, φιλόβοτρυς.