γνώση

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM γνῶσις) γιγνώσκω
1. το να γνωρίζει κάποιος κάτι
2. βαθύτερη γνώση η οποία έχει αποκτηθεί με περισυλλογή και μελέτηπηγή σοφίας και γνώσεως»)
3. φρόνηση, σύνεση («ήτονε δεκοχτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση»)
νεοελλ.
φρ.
1. «βάζω γνώση» — συνετίζομαι
2. «φέρω εις γνώσιν (κάποιου)» — πληροφορώ
3. «λαμβάνω γνώσιν» — πληροφορούμαι
4. «είμαι εν γνώσει» — γνωρίζω, έχω ενημερωθεί
5. «έχουν γνώση οι φύλακες» — έχουν ήδη λάβει τα μέτρα τους εναντίον κάθε επιβουλής
6. «κοντά στον νου κι η γνώση» — η εξυπνάδα πρέπει να συνδυάζεται με σύνεση και προσοχή
7. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — όταν αναγνωρίζεται ένα σφάλμα κάπως αργά
(αρχ.- μσν.) γνώμη, άποψη
αρχ.
1. δικαστική έρευνα
2. γνωριμία (με κάποιο πρόσωπο) («γνῶσις πρός τινα»)
3. υπόληψη, φήμη
4. σαρκική ένωση.