γυίον
Greek Monolingual
γυῑον, το (Α)
1. μέλος του σώματος
2. χέρι
3. ολόκληρο το σώμα
4. πληθ. γυῑα, τα
α) τα μέλη του σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα»)
β) τα χέρια
5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδια
β) «μητρός γυῑα» — η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική που απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Το γυῑον, με μορφολογικό σχηματισμό σε -ιο, ανάγεται σε IE gu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω», αν ληφθεί υπ' όψιν ότι τα οστά είναι κυρτά και εύκαμπτα (πρβλ. γύης, γύαλον).
ΠΑΡ. αρχ. γυιώ
μσν.
γυίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γυιαρκής, γυιοβαρής, γυιοβόρος, γυιοδάμας, γυιοπαγής, γυιοπέδη, γυιοτακής, γυιοτόρος, γυιούχος, γυιόχαλκος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόγυιος, άγυιος, αρκεσίγυιος, δεξιόγυιος, διάγυιος, δίγυιος, ιμερόγυιος, λαρνακόγυιος, λαχνόγυιος, λιπόγυιος, μονόγυιος, οβριμόγυιος, στερρόγυιος, υπόγυιος και υπόγυος].