σμάραγδος
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ (ὁ, Str.16.4.20, Orph.L.614), name of several green stones, including the
A emerald, Hdt.2.44, 3.41, Pl.Phd.110d, Thphr.Lap.23, al., LXX Ex.28.9, al., Str.l.c., 17.1.45, Plin.HN37.62, al., Hld.2.30, Olymp.Hist.p.466 D., PMag.Lond.46.239; also μάραγδος, Men.373, Com. in PSI2.143.3, Orph. l.c., Nonn.D.5.178, 18.80; σφραγὶς μαράγδου IG11(2).161 B 44 (Delos, iii B.C.), 199 B 59 (ibid.), but σφραγὶς σμαράγδου 203 B 87 (ibid., iii B.C.); ζμάραγδος implied in Luc.Jud.Voc.9. II Σμάραγδος, ἡ, name of the emerald mines in Egypt, ἀρχιμεταλλάρχου τῆς Ζμαράγδου Proc.Soc.Bibl. Arch. 31 (1909).323 (i A.D.); μεταλλάρχη (gen. sg.) Ζμαράκτου OGI660.2 (Egypt, i A.D.); also Σμάραγδος ὄρος Ptol.Geog.4.5.8.
German (Pape)
[Seite 910] ὁ, bei Theophr. auch ἡ, ein Edelstein, smaragdus; Her. 2, 44; Plat. Phaed. 110 d; wohl nicht immer unser Smaragd, sondern auch Beryll, auch hellgrüner, durchsichtiger Flußspath; man scheint übh. alle grünen Krystalle, auch grüne Glasflüsse unter diesem Namen begriffen zu haben.
Greek (Liddell-Scott)
σμάραγδος: ἡ, (τὸ ἀρσεν, δὲν βεβαιοῦται εἰ μὴ παρὰ μεταγεν., Ὀρφ. Λιθ. 608, Κοσμᾶς), Λατ. smaragdus, πολύτιμος λίθος χρῶμα ἔχουσα ἀνοικτὸν πράσινον, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2. 44., 3. 41, παρ’ ᾧ καλεῖται σμ. λίθος. Συνήθως ταυτίζεται πρὸς τὸ Γαλλ. émeraude (Ἀγγλ. emerald)· ἀλλ’ ὁ King (Antique Gens σ. 27 κἑξ.) ἰσχυρίζεται ὅτι τὴν γνησίαν émerande) δὲν ἐγίνωσκον οἱ παλαιοί·- ἡ παρ’ αὐτοῖς σμάραγδος ἦτο, φαίνεται, λίθος ἡμιδιαφανής, ὡς ἡ aqua marina, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Λίθ. 23 κἑξ., Πλίν. 37. 5, Lucas Q…aest Lexil. § 46· ἢ ἴσως πᾶς πρασινωπὸς κρύσταλλος οὕτως ὠνομάζετο· π.χ. ὑπῆρχε κίων ἐκ σμαράγδου ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἡρακλέους ἐν Τύρῳ, Ἡροδ. 2. 44, ὅπερ ὁ Θεόφρ. (ἔνθ’ ἀνωτ. 25) ὑποπτεύει ὡς μὴ ἀληθές· - αἱ γιγάντειοι αὗται σμάραγδοι ἦσαν ἴσως πράσινος ἴασπις ἢ μαλαχίτης ἢ (ἔτι πιθανώτερον) πρασίνη ὕαλος. Ὁ Kink ὑποθέτει ὅτι ἡ παρὰ Πλινίῳ Βακτριανὴ ἢ Σκυθικὴ σμάραγδος ἦτο πράσινον ῥουβίνιον.- Τύπος τις μάραγδος ἀπαντᾷ παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Ὀρφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νόνν. Δ. 5. 178., 18, πρβλ. Ἀθήν. 94Β. (Ἡ λέξις εἶναι πιθαν. ξενική. - Τὸ Σανσκρ. marakatas ἢ maraktas ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν· ἀλλὰ καὶ τούτου ἡ ἐτυμολογία δὲν δύναται νὰ ἀνιχνευθῇ, Κούρτ. σ. 526).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
ou σμάραγδος λίθος;
HDT émeraude.
Étymologie: cf. skr. marakatas ou maraktas.
Spanish
English (Strong)
of uncertain derivation; the emerald or green gem so called: emerald.
English (Thayer)
σμαράγδου, ὁ (but apparently feminine in the earlier writ, cf. Theophrast. lap. 4,23; in Herodotus its gender cannot be determined; cf. Stephanus Thesaurus, under the word), Latin smaragdus (A. V. emerald), a transparent precious stone noted especially for its light green color: Herodotus down; the Sept.. On the derivation of the word see Vanicek, Fremdwörter, under the word. On its relation to our 'emerald' (disputed by King, Antique Gems, p. 27ff), see Reihm, HWB, under the word 'Edelsteine', 17; Deane in the ' Bible Educator', vol. ii., p. 350f.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α
πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία της ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Σμάραγδος
ονομασία μεταλλείων σμαράγδου στην Αίγυπτο
2. φρ. «Σμάραγδος ὄρος» — η Σμάραγδος, τα μεταλλεία σμαράγδου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. marakatam / maraktam και ακκαδ. barraqtu, εβρ. bāreqet, τύποι οι οποίοι ανάγονται πιθ. στο σημιτικό brq «λάμπω, αστράφτω». Πρόβλημα γεννά το αρκτικό σ- της ελλ. λ., το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της επίδρασης του ρ. σμαραγῶ «αντηχώ, μουγκρίζω». Η λ. απαντά και με τις γρφ. ζμάραγδος (πρβλ. σμύρνα: ζμύρνα) και μάραγδος, η οποία προέρχεται πιθ. από την Ινδική].