σπόρος

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ὁ, (σπείρω)

   A sowing, Hdt.8.109, X.Oec.7.20, Theoc.16.94, etc.; μετὰ τὸν σ. Pl.Ti.42d: metaph., ὁ γαμήλιος σ. καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., Thphr.HP7.5.5.    2 seed-time, X.Oec.17.4; ἀπὸ σπόρω Theoc.10.14.    II seed, λίνου σ. Hp.Epid.7.65; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25, cf. A.R.3.413, Ev.Marc.4.26, etc.    2 harvest, crop, Hdt.4.53, PGrenf.2.36.16 (i B.C.), etc.; ὁ πρώϊμος σ. OGI56.68 (Canopus, iii B.C.); γᾶς σ. S.Ph.706 (lyr.).    3 offspring, Lyc.221,750.    4 semen genitale, v.l. for γονή in Hp.Vict.2.54.

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, das Säen, Xen. Oec. 7, 20; die Saat, Her. 8, 109; Plat. Tim. 42 d; der Saamen, Plut. Symp. 4, 5, 2; auch das Erzeugte, φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, Soph. Phil. 700.

Greek (Liddell-Scott)

σπόρος: ὁ, (σπείρω) τὸ σπείρειν, Ἡρόδ. 8. 109, Ξεν. Οἰκ. 7, 20, Θεόκρ., κλπ.· μετὰ τὸν σπ. Πλάτ. Τίμ. 42D· μεταφορ., ὁ γῆς σπ. καὶ ἄροτος Πλούτ. 2. 144Β· - πληθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 5. 2) ἐποχὴ κατάλληλος πρὸς σποράν, Ξεν. Οἰκ. 17, 4· ἀπὸ σπόρω Θεόκρ. 10, 14. ΙΙ. σπέρμα, σπορά, σπ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Θεόκρ. 25. 5, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 413. 2) «γέννημα», «γεννήματα», καρπός, «ἐσοδεία», θερισμός, Ἡρόδ. 4. 53· γᾶς σπ. Σοφ. Φιλ. 706. 3) γενεά, ἔκγονα, τέκνα, Λυκόφρ. 221, 750, κτλ. 4) = γονή, semen genitale, Ἱππ. 359. 41, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 ensemencement ; temps des semailles;
2 semence ; produit.
Étymologie: σπείρω.

English (Strong)

from σπείρω; a scattering (of seed), i.e. (concretely) seed (as sown): seed (X sown).

English (Thayer)

σπόρου, ὁ (σπείρω, 2perfect ἐσπορα);
1. a sowing (Herodotus, Xenophon, Theophrastus, others).
2. seed (used in sowing): L Tr, 10b) (Theocr, Plutarch, others).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.)
2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι του καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῡ σπεῑραι τὸν σπόρον αὐτοῡ», ΚΔ)
3. το σπέρμα, το γονιμοποιό έκκριμα τών γεννητικών οργάνων του άνδρα και τών αρσενικών ζώων
4. παιδί, τέκνο, απόγονος (α. «δεν θά 'μαι του πατέρα μου σπόρος αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. αρχή, αρχική αιτία («έσπειραν τον σπόρο της επανάστασης»)
2. μικρόσωμο και ζωηρό παιδί («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)
3. καρπός στον οποίο το σπέρμα συμφύεται με το περικάρπιο και δεν αποχωρίζεται από αυτό
4. (κατ' επέκτ.) φυτικό όργανο ή τμήμα φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο φυτό, όπως είναι ο πατατόσπορος
5. φρ. α) «σπόρος βελτιωτή» — ο σπόρος που παράγεται κατά τη σποροπαραγωγή σε περιορισμένη ποσότητα, στην περίπτωση που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη ποικιλία
β) «το αμιγές του σπόρου» — η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο σπόρος όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων φυτών
γ) «παλαίωση σπόρου»
(φυτοπαθ.) ικανότητα του σπόρου να διατηρείται για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια τών οποίων ο παθογόνος παράγοντας που βρίσκεται μέσα του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο σπόρος απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του ικανότητα
αρχ.
1. εποχή κατάλληλη για σπορά
2. σοδειά, συγκομιδή («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ- του σπείρω].