αγανακτώ

Revision as of 08:48, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και -χτώ και -κτίζω και -χτίζω [Α ἀγανακτῶ (-έω)]
δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι
νεοελλ.
Ι (αμτβ.)
1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ
2. αδημονώ
3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ
(μτβ.)
1. εξοργίζω, εκνευρίζω, εξερεθίζω
2. καταπονώ ψυχικά κάποιον, τον στενοχωρώ
αρχ.
1. (για την επίδραση του ψύχους στο σώμα) αισθάνομαι έντονο ερεθισμό
2. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση, βράζω
3. παρουσιάζω εξωτερικά σημεία λύπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη, πιθ. < ἀγανέω < ἄγαμαι, ἀγάομαι, εκφραστικός σχηματισμός με θεματική παρέκταση -ακτέω (πρβλ. ὑλάω- ὑλακτέω) ή < ἀγανέκτης, ἀγανάκτης < ἄγαν + ἔχω. Πρβλ. πλεονεκτῶ < πλεονέκτης < πλέον + ἔχω.
ΠΑΡ. ἀγανακτητικός, ἀγανακτητός, ἀγανάκτησις, ἀγανακτικός μσν. ἀγανάκτημα
νεοελλ.
ἀγανακτημένος, ἀγανάκτητος, ἀγαναχτίζω].