θεῖον

Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

(A), Ep. θέειον (in Od.22.493 θήϊον), τό,

   A brimstone, used to fumigate and purify, δέπας . . ἐκάθηρε θεείῳ Il.16.228; οἶσε θέειον... κακῶν ἄκος Od.22.481; δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, from a thunderbolt, Il.14.415; ἐν δὲ θεείου πλῆτο, of a ship struck by lightning, Od. 12.417; ἐμβαλόντες πῦρ ξὺν θ. Th.2.77, cf. 4.100; Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θ. καὶ πῦρ LXX Ge.19.24; as a natural product, Hp.Aër.7, Ph.2.21,143, Ti.Locr.99c; θ. ἄπυρον Gal.12.903; opp. πεπυρωμένον, Dsc.5.107; cf. θεάφιον, θέαφος. (Perh. cogn. with θύω, θυμιάω, Lat. suffire.)
θεῖον (B), τό,

   A the Divinity, v. θεῖος (A) 11.

German (Pape)

[Seite 1191] τό, ep. θέειον u. θήϊον, der Schwefel; ἐν δὲ θεείου πλῆτο Od. 14, 307; οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος 22, 481, wo es 493 heißt ἤνεικεν δ' ἄρα πῦρ καὶ θήϊον, zur Reinigung des Zimmers, in dem die Freier erschlagen worden; weil man so dem Schwefel Unheil abwehrende Kraft zuschrieb, soll er von θεῖος, göttlich, seinen Namen bekommen haben. Einzeln bei Folgdn, wie Tim. Locr. 99 c.

Greek (Liddell-Scott)

θεῖον: Ἐπ. θέειον καὶ (ἅπαξ) θήϊον, τό, θειάφι, Λατ. sulfur, ἐν χρήσει πρὸς κάπνισμα καὶ ἐξάγνισιν (πρβλ. θειόω), δέπας... ἐκάθηρε θεείῳ Ἰλ. Π. 228· οἶσε θέειον.., κακῶν ἄκος Ὀδ. Χ. 481· ἤνεικεν δ’ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον Χ. 493· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, ἐκ κεραυνοῦ, Ἰλ. Ξ. 415, πρβλ. Θ. 135· οὕτως ἐπὶ πλοίου πληγέντος ὑπὸ κεραυνοῦ, θεείου πλῆτο, μὲ καπνοὺς ἐκ θείου, Ὀδ. Μ. 417· πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284· ― θ. ἄπυρον, ἦτο φυσικὸν θεῖον, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ παρεσκευασμένου, ὅπερ λέγεται πεπυρωμένον, Τίμ. Λοκρ. 99C, Διοσκ. 5. 124. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸν τύπον θέειον, ὅ ἐ. θέϝειον, ὡς τὸν πρῶτον, καὶ ἀναφέρει αὐτὸν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν τὸ θύω, Λατ. fumus, ἴδε ἐν λ. θύω).

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
1 soufre;
2 fumée de soufre.
Étymologie: R. Θυ, être vaporeux ; cf. θυμός, lat. fumus.
2neutre ou acc. masc. de θεῖος²;
acc. de θεῖος¹.

Spanish

azufre

English (Strong)

probably neuter of θεῖος (in its original sense of flashing); sulphur: brimstone.

English (Thayer)

θείου, τό (apparently the neuter of the adjective θεῖος equivalent to divine incense, because burning brimstone was regarded as having power to purify, and to ward off contagion (but Curtius, § 320 allies it with θύω; cf. Latin fumus, English dust)), brimstone: Homer, Iliad 16,228; Odyssey 22,481, 493; (Plato) Tim. Locr., p. 99c.; Aelian v. h. 13,15 (16); Herodian, 8,4, 26 (9 edition, Bekker).)

Greek Monotonic

θεῖον: τό, η θεϊκή υπόσταση, θεότητα, βλ. θεῖος II.
θεῖον: Επικ. θέειον, θήϊον, τό, θειάφι, Λατ. sulfur, χρησιμοποιείται στο λιβάνισμα, απολύμανση με καπνό που επέφερε εξαγνισμό, σε Όμηρ.· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, από κεραυνό, σε Ομήρ. Ιλ.