μετατάσσω

Revision as of 17:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. μετατάττω,

   A transpose, Arist.Metaph.1038a30, cf. Dam.Pr.112 (dub. l.):—Med., adjourn a trial, μ. εἰς αὔριον ἀκοῦσαι Wilcken Chr.14.17 (i A. D.):—Pass., Arist.GC327a19.    II Med., change one's order of battle, X.Cyr.6.1.43; παρ' Ἀθηναίους -τάξασθαι go over and join them, Th.1.95; μ. πρός τινα J.AJ5.1.17.

German (Pape)

[Seite 155] att. -τάττω, umordnen, anders ordnen u. aufstellen, z. B. ein Heer, Xen. Cyr. 6, 1, 43 im med.; sich zu einem Andern stellen, zu ihm übergehen, τοὺς ξυμμάχους παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι, Thuc. 1, 95; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετατάσσω: Ἀττ. -ττω, μετατίθημι, τάσσω ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 12. ΙΙ. Μέσ., μεταβάλλω τὴν τάξιν τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· μετατάσσομαι παρ’ Ἀθηναίους, μεταβαίνω καὶ παρατάττομαι μετὰ τῶν Ἀθ., Θουκ. 1. 95· μ. ἐκ πίστεως εἰς πίστιν Κλήμ. Ἀλ. 940.

French (Bailly abrégé)

ranger autrement, transposer;
Moy. μετατάσσομαι;
1 se ranger dans un ordre de bataille;
2 passer des rangs d’un parti : παρά τινα dans ceux d’un autre.
Étymologie: μετά, τάσσω.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) τάσσω
τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ
νεοελλ.
1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο
2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή
μσν.-αρχ.
1. παρεμβάλλω, ενθέτω, καταχωρίζω
2. (το μέσ.) μετατάσσομαι
α) μεταβάλλω την τάξη της μάχης, την παράταξη του στρατού στη μάχη
β) προσχωρώ σε άλλη μερίδα, μεταπηδώ σε άλλη πολιτική ή στρατιωτική παράταξη («τοὺς συμμάχους τῷ ἐκείνω ἔχθει παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι», Θουκ.)
αρχ.
(το μέσ.) αναβάλλω δοκιμασία ή δίκη.

Greek Monotonic

μετατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μεταφέρω, μεταθέτω — Μέσ., αλλάζω στη μάχη, σε Ξεν.· μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους, αναθεωρώ και κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετατάσσω: атт. μετατάττω
1) перестраивать, переставлять (τοὺς ὁρισμούς Arst.); med. менять свой строй, перестраиваться Xen.;
2) med. переходить (к кому-л.), примыкать (к другой стороне) (παρ᾽ Ἀθηναίους Thuc.; λαβὼν Δαρεικοὺς χιλίους μετετάξατο Plut.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to transpose: Mid. to change one's order of battle, Xen.; μετατάσσεσθαι παρ' Ἀθηναίους to go over and join them, Thuc.