κιβωτός

Revision as of 16:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

ἡ, A box, chest, coffer, Hecat.368 J., Simon.239, Eup.228.4, Ar.Eq.1000, V.1056 (anap.), Lys.12.10, Thphr.Char.18.4, IG22.1388.73; κ. δίθυρος, τετράθυρος, ib.12.330; ἱερά, δημοσία κ., Inscr.Délos 442 A 2,75 (ii B.C.); Noah's ark, LXX Ge.6.14; the ark of Moses, ib.Ex.25.9(10), al.; πέπτωκεν εἰς κ. has been deposited in the archives, UPZ 126 (iii B.C.), etc.; opp. κίστη (q.v.). (Perh. a v.l. in Il.24.228, cf. Sch.adloc. Suid. cites κίβος as the radic. form.)

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, hölzerner Kasten, Kiste, Schrank; Ar. Equ. 996 Vesp. 1056; Ath. III, 84 a u. Sp. Vgl. κίβος, κίβισις. [Spätere Dichter, wie Greg. Naz., brauchen ι kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

κῑβωτός: ἡ, ξύλινον κιβώτιονθήκη, Τουρκ. «σανδοῦκι», Ἑκαταῖ. 368, Σιμων. 240, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1000, Σφ. 1056, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 22, κτλ. (Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξιν κίβος ὡς τὸν ἀρχικὸν τύπον· πιθ. συγγενὲς εἶναι καὶ τὸ θίβη). ῑ παρ’ Ἀριστοφ., ῐ πρῶτον παρὰ Γρηγ. Ναζ..

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
coffre, caisse, boîte.
Étymologie: DELG emprunt prob., pê sémit.

English (Strong)

of uncertain derivation; a box, i.e. the sacred ark and that of Noah: ark.

English (Thayer)

κιβωτοῦ, ἡ (κιβος (cf. Suidas 2094e.)), a wooden chest, box (Hecataeus, 368 (Müller's Frag. i., p. 30), Simonides), Aristophanes, Lysias, Athen., Aelian, others): in the N. T., the ark of the covenant, in the temple at Jerusalem, Philo, Josephus; the Sept. very often for אָרון); in the heavenly temple, Sept. for תֵּבָה).

Greek Monolingual

η (ΑΜ κιβωτός)
1. μεγάλη θήκη στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός της Διαθήκης» ή «Κιβωτός του Μαρτυρίου» — μεγάλη θήκη στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες του Μωυσή, τη στάμνα του μάννα και τη ράβδο του Ααρών)
2. φρ. «Κιβωτός του Νώε» — το μεγάλο πλοίο μέσα στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την εποπτεία του πατριαρχείου, αλλά την έκδοση διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο τουρκικός όχλος
νεοελλ.-μσν.
μτφ. χώρος ιερής παρακαταθήκης και σωτηρίας («το πανεπιστήμιο είναι η κιβωτός τών ιδεών της ελευθερίας»)
μσν.
κύβος
μσν.-αρχ.
ξύλινη θήκη, κιβώτιο, σεντούκι, κασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κίβισις.
ΠΑΡ. κιβωτίδιο(ν), κιβώτιο(ν)
αρχ.-μσν.
κιβωτάριον.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. κιβωτοειδής, κιβωτοποιός
μσν.
κιωτόκρυπτος, κιβωτοτετράπλευρος
νεοελλ.
κιβωτάμαξα].

Greek Monotonic

κῑβωτός: ἡ, ξύλινο κουτί, θήκη, σεντούκι, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κῑβωτός:
1) ящик, сундук Arph., Plut.;
2) ковчег: κ. τοῦ Νῶε NT Ноев ковчег; κ. τῆς διαθήκης NT ковчег или кивот завета.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιβωτός -οῦ, ἡ kist, koffer ( bijv. voor geld of kleding). ark (van Noach). NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)
Meaning: wooden chest, box, cupboard (Hekat., Simon., Att.), also of Noah's ark and of the alliance (LXX).
Derivatives: Diminutives κιβώτιον (Ar., Arist.), -ίδιον (Delos IVa), -άριον (Hero).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Perh. cognate with κίβισις sack (s. v.); anyhow a foreign word of unknown origin. Semitic hypotheses in Lewy Fremdw. 99f. A shorter form κίβος (κῖβος?) in Suid. - From κιβωτός Syr. qēƀūthā and NPers. kēƀūt box (cf. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50). Here perh. also Lat. cibus, s. W.-Hofmann s. v. - So prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

κῑβωτός, ἡ,
a wooden box, chest, coffer, Ar. [deriv. uncertain]

Chinese

原文音譯:KibutÒj 企畢拖士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:方舟 相當於: (אֲרֹון‎) (תֵּבָה‎)
字義溯源:木櫃,方舟^,箱,櫃
出現次數:總共(6);太(1);路(1);來(2);彼前(1);啓(1)
譯字彙編
1) 方舟(3) 太24:38; 路17:27; 彼前3:20;
2) 櫃(2) 來9:4; 啓11:19;
3) 一隻方舟(1) 來11:7

English (Woodhouse)

box