ὀδύρομαι

Revision as of 09:10, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

English (LSJ)

[ῡ], mostly used in pres. and impf., Ep. impf. ὀδύρετο, ὀδύροντο (without augm.), Ion. A ὀδυρέσκετο Hdt.3.119 : fut. ὀδῠροῦμαι D.21.186, and prob. l. Isoc.18.35 : aor. ὠδῡράμην Id.12.9, Theoc.1.75 (cf. ἀνοδύρομαι); part. ὀδῡράμενος Il. 24.48 : aor. Pass. κατ-ωδύρθην Plu.2.117f.—In Trag. the form δύρομαι is required by the metre in A.Pr.273, Pers.582 (lyr.), S.OT 1218 (lyr., ὀδ- codd.), E.Hec.740, Med.159 (lyr., ὀδ- codd.), and prob. in Id.Andr.397, v. infr. 4; in Id.Ph.1762, Apollod.Com.8, ὀδύρομαι is necessary; elsewh. either form is possible :—lament, bewail, a person or thing : 1 c. acc. pers., ὀδυρομένη φίλα τέκνα Il.2.315; Ἕκτορα δάκρυ χέοντες ὀδύροντο 24.714, cf. S.OC1439, Ant. 693 : less freq. c. acc. rei, ὁ δ' ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν mourned for it, i.e. for the want of it, Od.13.219; so νόστον ὀ. 5.153, 13.379; προπηλακίσεις Pl.R.329b; δυστυχίας Isoc.4.169; πάθη D.18.41; οὐκ ὠδύραντο . . τὴν προκαταστροφήν Epicur.Sent.40. 2 c. gen. pers., mourn for, for the sake of . ., ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀ. Il.23.222, cf. 22.424, Od.4.104, etc.; ὑπέρ τινος Pl.R.387d; ἐπὶ πᾶσι Arist.VV1251b21. 3 ὀ. τινί wail or lament to or before, ἐξελθὼν λαιοῖσιν ὀ. Od.4.740; ἀλλήλοισιν ὀδύρονται wail aloud one to another, Il.2.290. 4 abs., wail, mourn, freq. in Hom., in part., -όμενος στεναχίζω Od.9.13; στοναχῇ τε γόῳ τε ἧσται ὀ. 16.145; ὀ. κατὰ θυμόν 18.203; τίταῦτ' ὀδύρομαι; why mourn I thus? E.Andr.397 (where Pors. restores ταῦτα δύρομαι for the caesura); θρηνοῦντός τε μου καὶ ὀδυρομένου Pl. Ap.38d, cf. Phld.Rh.1.381 S., etc.

German (Pape)

[Seite 295] (verwandt mit δύη, ὀδύνη?), – 1) wehklagen, jammern, trauern; absolut, στοναχῇ τε γόῳ τε, Od. 16, 145, ὀδυρόμενος στεναχίζω, 9, 13 u. öfter; – τινός, um Einen, um Etwas, ὀδύρεαι ἔνδοθι θυμῷ Ἀργείων, Od. 8, 577, τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι –, ὡς ἑνός, Il. 22, 424, vgl. 23, 222 Od. 4, 104. 819; auch ἀμφί τινα, 11, 486; aber τινί ist = Einem Etwas vorklagen, 4, 740, ἀλλήλοισιν, sich gegenseitig vorklagen, Il. 2, 290; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσθαι πρέπει, Aesch. Spt. 638; Soph. Ai. 320. – 2) trans., beklagen, beweinen, τινά, Il. 24, 740 u. öfter; auch πατρίδα γαῖαν, um das Vaterland trauern, sich mit Betrübniß nach der Heimath sehnen, Od. 13, 219, σὸν ἀεὶ νόστον ὀδυρομένη, ib. 379, wie 5, 113, aus Sehnsucht nach der Heimkehr trauern; χειμῶνα, Aesch. Prom. 845; τὴν παῖδα ταύτην οἷ' ὀδύρεται πόλις, Soph. Ant. 689; τί ταὖτα θρηνῶ καὶ μάτην ὀδύρομαι; Eur. Phoen. 1762, öfter, und in Prosa, Plat. Rep. III, 329 b; auch ὑπέρ τινος ὡς δεινόν τι πεπονθότος, ib. 387, l; καὶ θρηνεῖν, Apol. 38 d; καὶ κλαίειν, Rep. III, 388, d; u. so bei den Folgdn; τὰ παιδία ὀδυρεῖται καὶ πολλοὺς λόγους καὶ ταπεινοὺς ἐρεῖ, Dem. 21, 186. von der gewöhnlichen Art der Redner, das Mitleid der Richter zu erregen; τί σεαυτὸν ὀδύρῃ, Luc. Mort. D. 17, 1. – Die kürzere Form δύρομαι. haben die Tragg., τὰ μὲν παρόντα μὴ δύρεσθ' ἄχη, Aesch. Prom. 271; Pers. 574; Soph. O. R. 1218, nach Porson's Emend.; vgl. Porson Eur. Hec. 734; einzeln auch sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδύρομαι: [ῠ], ἀποθ., τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ. παρατ. ὀδύρετο, ὀδύροντο (ἄνευ αὐξήσ.), Ἰων. ὀδυρέσκετο Ἡρόδ. 3. 119· μέλλ. ὀδῠροῦμαι Δημ. 574. 24, καὶ πιθ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 377Ε· ἀόρ. ὠδῡράμην ὁ αὐτ. 234C, Θεόκρ. 1. 75 (πρβλ. ἀνοδύρομαι), μετοχ. ὀδυράμενος Ἰλ. Ω. 48· παθ. ἀόρ. κατωδύρθην Πλούτ. 2. 117Ε. ― Παρὰ Τραγ. τὸν τύπον δύρομαι ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 271, 582, Σοφ. Ο. Τ. 1218, Εὐρ. Ἑκ. 740, Μηδ. 157, καὶ πιθ. ἐν Ἀνδρ. 397, ἴδε κατωτ. 4· ἐν Εὐρ. Φοιν. 1762, ὀδύρομαι εἶναι ἀναγκαῖον ὡς ἐν Ἀπολλοδώρου «Λακαίνῃ» 2· ἀλλαχοῦ ἑκάτερος τύπος εἶναι δυνατός. ― (Ἡ ῥίζα εἶναι ἀμφίβολος). Θρηνῶ, κλαίω, πενθῶ διά τι πρόσωπονπρᾶγμα, Ὅμ. κ. Τραγ. ― Συντάσσ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., συχνάκις παρ’ Ὁμήρῳ, ὀδυρομένη φίλα τέκνα Ἰλ. Β. 315· Ἕκτορα δακρυχέοντες ὀδύροντο Ω. 714, οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 1439, Ἀντ. 693· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁ δ’ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν, ἐθλίβετο, ἐθρήνει διὰ τὴν πατρίδα του, δηλ. διὰ τὴν στέρησιν αὐτῆς, Ὀδ. Ν. 219· οὕτω, νόστον ὀδυρομένη Ε. 153., Ν. 379· οὕτω παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Πολ. 329Β, Ἰσοκρ. 76Β, Δημ. 239. 24. 2) μετὰ γεν. προσ., θρηνῶ διά τινα, χάριν τινός, ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδ. Ἰλ. Ψ. 222, πρβλ. Χ. 424, Ὀδ. Δ. 104, κτλ.· ― οὕτω καί, ἀμφ’ ἔμ’ ὀδυρόμενοι Ὀδ. Κ. 486· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 387D· ἐπί τινι Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 7. 5. 3) ὀδ. τινι, θρηνῶ πρός τινα ἢ ἐνώπιόν τινος, ἐξελθὼν λαοῖσιν ὀδ. Ὀδ. Δ. 740· ἀλλήλοισιν ὀδύρονται, θρηνοῦσι μεγαλοφώνως πρὸς ἀλλήλους, Ἰλ. Β. 290. 4) ἀπολ., θρηνῶ, πενθῶ, συχν. παρ’ Ὁμ., κατὰ μετοχ., ὀδυρόμενος στεναχίζω Ὀδ. Ι. 13· στοναχῇ τε γόῳ τε ἧσται ὀδ. Π. 145· ὀδ. κατὰ θυμὸν Σ. 203· ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τί ταῦτ’ ὀδύρομαι· διὰ τί ἐγὼ οὕτω πενθῶ; Εὐρ. Ἀνδρ. 397 (ἔνθα ὁ Πόρσ. διορθοῖ ταῦτα δύρομαι, διὰ τὴν τμῆσιν, ἴδε εἰς Ἑκ. 734, προοίμ. xxvi)· θρηνοῦντός τέ μου καὶ ὀδυρομένου Πλάτ. Ἀπολ. 38D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

impf. ὠδυρόμην, f. ὀδυροῦμαι, ao. ὠδυράμην, pf. inus.
1 se plaindre, se lamenter : τινος, ἀμφί τινα, ὑπέρ τινος, au sujet de qqn ou de qch;
2 tr. plaindre, déplorer, se lamenter sur : τινα ou τι, sur qqn ou sur qch.
Étymologie: cf. ὀδύνη.

English (Autenrieth)

aor. part. ὀδῦράμενος: grieve, lament; abs., or w. causal gen., or trans., τινά or τὶ, α 2, Od. 5.153.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι)
κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω
μσν.-αρχ.
πενθώ («ἵνα μηκέτ' ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα ed- «τρώω» (πρβλ. ὀδύνη), παρεκτεταμένη με επίθημα σε -r. Στο ρ. ὀδύρομαι η σημ. της ρίζας ed- «τρώω» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει το σπαρακτικό κλάμα (για τη σημασιολογική εξέλιξη βλ.λ. οδύνη). Τέλος, ο παρλλ. τ. δύρομαι έχει σχηματιστεί με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος, αναλογικά προς το μύρομαι «κλαίω, θρηνώ»].

Greek Monotonic

ὀδύρομαι: [ῡ], αποθ. κυρίως σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. ὀδύρετο, ὀδύροντο (χωρίς αύξηση), Ιων. ὀδυρέσκετο· μέλ. ὀδῠροῦμαι, αόρ. αʹ ὠδῡράμην (σε Τραγ. τύπος δύρομαι, χάριν μέτρου), θρηνώ, ολοφύρομαι, πενθώ για·
1. με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Σοφ.· με αιτ. πράγμ., ὁ δ' ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν, πενθούσε γι' αυτήν, δηλ. επειδή του έλειπε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, νόστον ὀδυρομένη, στο ίδ.
2. με γεν. προσ., πενθώ για κάποιον, για χάρη κάποιου, σε Όμηρ.·
3. με δοτ. προσ., ολοφύρομαι, θρηνώ για ή ενώπιον άλλων, στον ίδ.
4. απόλ., ολοφύρομαι, πενθώ, θρηνολογώ, μοιρολογώ, στον ίδ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to wail loudly, to lament, to grieve, to mourn, to bewail (Il.).
Other forms: outside the present rare forms, aor. ὀδύ-ρασθαι. pass. ὠδύρθην, fut. ὀδυροῦμαι.
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀπ-, κατ-.
Derivatives: ὀδυρμός m. (trag., Pl.), ὄδυρμα n. (trag.) wail, lamentation, ὀδύρ-της m. who bursts out in lamentations (Arist.), -τικός inclined to lament, to wail (Arist., J. Plu.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [289] *h₃dur- pain
Etymology: Perhaps a denominative yot-present to the with the ν-stem in ὀδύνη (s. d.) alternating ρ-stem, so prop. feel pain. As rhime to μύρομαι arose δύρομαι (s. v.). Frisk Etyma. Armen. 12 (after Debrunner IF 21, 206).

Middle Liddell

[the Trag. use a form δύρομαι when required by the metre.] [Dep., mostly in pres. and impf.,]
to lament, bewail, mourn for:
1. c. acc. pers., Hom., Soph.; c. acc. rei, ὁ δ' ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν mourned for it, i. e. for the want of it, Od.; so, νόστον ὀδυρομένη Od.
2. c. gen. pers. to mourn for, for the sake of, Hom.
3. c. dat. pers. to wail or lament to or before others, Hom.
4. absol. to wail, mourn, Hom., Eur.

Frisk Etymology German

ὀδύρομαι: {odúromai}
Forms: dazu seltene außerpräsentische Formen, Aor. ὀδύρασθαι. Pass. ὠδύρθην, Fut. ὀδυροῦμαι,
Grammar: v.
Meaning: laut klagen, jammern, trauern, beklagen, bejammern (seit Il.).
Composita : auch m. Präfix, z.B. ἀπ-, κατ-,
Derivative: Davon ὀδυρμός m. (Trag., Pl. u.a.), ὄδυρμα n. (Trag.) Klage, Jammer, ὀδύρτης m. der in Klage ausbricht (Arist.), -τικός zum Klagen, Jammern geneigt (Arist., J. Plu.).
Etymology : Denominatives Jotpräsens zu dem mit dem ν-Stamm in ὀδύνη (s. d.) alternierenden ρ-Stamm, somit eig. Schmerz, Qual empfinden. Als Reimwort zu μύρομαι entstand daraus δύρομαι (s. d.). Frisk Etyma. Armen. 12 (nach Debrunner lF 21, 206).
Page 2,351