ἔκφυλος

Revision as of 12:01, 6 February 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, foreign, alien, Luc.Lex.24, Sol.11, Porph.Abst.1.4; ἔκφυλος παρὰ τὴν γένεσιν alien to generation, Simp. in Ph.220.12: metaph., strange, unnatural, horrible, Str.4.4.5, Plu.Brut.36; ἀνὴρ ἔ. τὸ μέγεθος Id.Caes.69. Adv. ἐκφύλως, ἀττικίζειν Philostr.VS1.16.4.

German (Pape)

[Seite 786] nicht zum Volksstamm gehörig, fremd; καὶ βάρβαρος Strab. 4, 4, 5; ὄνομα Luc. Lexiph. 24; daher ungewöhnlich, ὄργανα Ath. IV, 182 f; übernatürlich, außerordentlich, καὶ φοβερὸν σῶμα Plut. Brut. 36, vgl. Caes. 69. Ggstz ἔμφυλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφῡλος: -ον, ἐκτὸς τῆς φυλῆς, ξένος, μὴ συγγενής, ἀλλόφυλος, Στράβων 197, Λουκ. Λεξιφ. 24: - μεταφ., ξένος, ἀλλόκοτος, παράξενος, Πλουτ. Βροῦτ. 36, πρβλ. Καίσ. 69. - Ἀντίθετον τῷ ἔμφυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d’une tribu étrangère ; étranger en gén.
2 étrange, extraordinaire.
Étymologie: ἐκ, φυλή.

Spanish (DGE)

-ον
I 1extranjero, foráneo ὄργανα Aristox.Fr.97, λέξεις Polybius 285.7
de otra raza o especie de anim. por op. a género humano, Porph.Abst.1.4.
2 extraño, anómalo σῶμα Plu.Brut.36, ἐπιθυμία Ph.1.567, c. ac. de rel. ὄψιν εἶδε φοβερὰν ἀνδρὸς ἐκφύλου τὸ μέγεθος Plu.Caes.69, c. giro prep. ἄλλης οὐσίας ἐκφύλου παρὰ τὴν γένεσιν de una entidad extraña a su origen Simp.in Ph.220.12
ref. a palabras o formas gramaticales ῥῆμα ἔ. expresión extraña Luc.Lex.24, τὸ «καθέστητι» ἥκουσόν σου λέγοντος ὡς ἔστιν ἔκφυλον te he oído decir que καθέστητι es un barbarismo Luc.Sol.11, c. gen. ἔκφυλα τῆς θείας μεγαλοπρεπείας ... ῥήματα palabras ajenas a la majestad divina Gr.Nyss.Apoll.174.16
neutr. subst. τὸ τῆς ἡμετέρας ἔκφυλον φύσεως lo ajeno de nuestra naturaleza por op. a la divina, Gr.Nyss.Apoll.187.1.
3 ref. a costumbres salvaje neutr. subst. τὸ ἔκφυλον = salvajismo Str.4.4.5.
II adv. ἐκφύλως = de forma bárbara ref. al uso de la lengua con barbarismos ἀττικίζειν Philostr.VS 503.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκφυλος, -ον)
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα
(«πνευματικά ἔκφυλος»)
2. αυτός που πάσχει από διαστροφή του σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια
3. ο ηθικά διεφθαρμένος, ακόλαστος, παραλυμένος
4. αυτός που αναφέρεται ή υπάγεται στον εκφυλισμό ή στον έκφυλο
(«έκφυλα γούστα»)
5. (για λογοτέχνες) αυτός που ασχολείται ακαλαίσθητα με ανήθικα θέματα
6. το αρσ. ως ουσ. ο έκφυλος
ερμαφρόδιτος, γύνανδρος, ανδρόγυνος
μσν.
1. αυτός που απομακρύνεται από το παραδεδομένο και πρέπον
2. αντιπαθητικός
3. (ειδ.) (για ποιητή) αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες της ρητορικής τέχνης
αρχ.-μσν.
1. ο ἔξω της φυλής, ξένος, αλλόφυλος
2. ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράξενος
αρχ.
1. τερατώδης, υπερφυής, αφύσικος
2. φρικτός. II. επίρρ. ἐκφύλως
νεοελλ.
με τρόπο έκφυλο ή διεφθαρμένο
αρχ.
ξενικώς, με τρόπο βάρβαρο ή αλλόφυλο.

Greek Monotonic

ἔκφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που βρίσκεται εκτός φυλής, ξένος, μεταφ. αλλόφυλος, αλλοεθνής, παράξενος, αλλόκοτος, αφύσικος, ασυνήθης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκφῡλος:
1) иноплеменный, чужой (βαρβαρικὸς καὶ ἔ. Plut.; ὄνομα Luc.);
2) неестественный, необычайный (ἔ. καὶ δυσπρόσοπτος ὄψις Plut.).

Middle Liddell

ἔκ-φῡλος, ον φυλή
out of the tribe, alienmetaph. strange, unnatural, Plut.