αἰθαλόεις
English (LSJ)
αἰθαλόεσσα, αἰθαλόεν, contr. αἰθαλοῦς, αἰθαλοῦσσα, αἰθαλοῦν: (αἴθαλος):—poet. Adj.
A smoky, sooty, μέλαθρον Il.2.415, cf. Theoc.13.13; κόνις αἰθαλόεις = black ashes that are burnt out, Il.18.23, Od.24.316.
II burning, blazing, κεραυνός Hes.Th.72, cf. E.Ph.183 (lyr.); φλόξ A. Pr.992.
2 burnt-coloured, i.e. dark-brown, Σάϊς Nic.Th.566; ῥώξ ib.716.
Spanish (DGE)
(αἰθᾰλόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): contr. -οῦς, -οῦσσα, -οῦν
I 1ahumado, ennegrecido por el humo μέλαθρον Il.2.415, μέγαρον Od.22.239, πέτευρον Theoc.13.13, βωμοῖο θέμεθλα A.R.4.118, σποδός Certamen 9, καπνοῖο στροφάλιγγες A.R.4.139, κόνις αἰ. cenizas, Il.18.23, Od.24.316, καῦμα αἰθαλόεν = calor del sol que broncea la piel (pero cf. II) Nonn.D.48.303.
2 negruzco, oscuro de la uva ῥώξ Nic.Th.716, Σάις αἰ. Sais la oscura e.d. rodeada de tierras negras Nic.Th.566, ἰχθύες Nonn.D.23.268.
II fulminador, abrasador κεραυνός Hes.Th.72, 854, Fr.30.18, φλόξ A.Pr.992, cf. E.Ph.183, πυρὸς μένος Tim.15.184, αἰχμή Nonn.D.36.88.
French (Bailly abrégé)
οῦς, όεσσα-οῦσσα, όεν-οῦν;
1 noirci par le feu, enfumé, noirâtre;
2 qui brûle, qui consume.
Étymologie: αἴθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθαλόεις -όεσσα -όεν, contr. αἰθαλοῦς -οῦσσα -οῦν αἰθάλη
1. door rook zwart geworden, zwart van het roet:. ἀ. μέγαρον zaal Od. 22.239; κόνιν αἰθαλόεσσαν zwarte as Il. 18.23.
2. brandend, vlammend:. ἀ. κεραυνός bliksem Hes. Th. 72.
Russian (Dvoretsky)
αἰθᾰλόεις: όεσσα, όεν, стяж. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν
1) покрытый копотью, закопченный (μέλαθρον Hom.; πέτευρον Theocr.): κόνις αἰθαλόεσσα Hom. пепел, зола;
2) пылающий, горячий (κεραυνός Hes.; φλόξ Aesch.; κεραύνιον πῦρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰθᾰλόεις: όεσσα, όεν, συνῃρ. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν, (αἴθαλος). Ποιητ. ἐπίθ., = αἰθαλώδης, πλήρης αἰθάλης, «καπνιᾶς», μέλαθρον, Ἰλ. Β. 415, πρβλ. Θεοκρ. 13. 13· κόνις αἰθ., μέλαινα ἐξ αἰθάλης σποδός, Ἰλ. Σ. 23. Ὀδ. Ω. 316. ΙΙ. φλογερός, καίων, κεραυνός, Ἡσ. Θ. 72· φλόξ, Αἰσχύλ. Πρ. 992. 2) ἔχων τὸ χρῶμα κεκαυμένου πράγματος, ὅ ἐ. κεραμόχρους ἢ ἐρυθρόφαιος, Νικ Θ. 566.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (αἴθω): smoky, sooty; μέλαθρον, μέγαρον, Il. 2.415, Od. 22.239; κόνις, ‘grimy’ dust (opp. πολιός), Od. 24.316, Il. 18.23.
Greek Monotonic
αἰθᾰλόεις: -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἰθαλοῦς, -οῦσσα, -οῦν (αἴθαλος),
I. καπνώδης, γεμάτος από καπνούς, καπνισμένος, γεμάτος από καπνιά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· κόνις αἰθαλόεσσα, μαύρη από στάχτες, σε Όμηρ.
II. φλογερός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
αἴθαλος
I. smoky, sooty, Il., Theocr.; κόνις αἰθ. black ashes that are burnt out, Hom.
II. burning, Hes., Aesch.