μάθημα
English (LSJ)
ατος, τό, (μαθεῖν) A that which is learnt, lesson, τὰ παθήματα μαθήματα Hdt.1.207; μ. μαθεῖν S.Ph.918; μ. τινός or περί τι, Pl.Smp.211 c, R.525d; προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μ. PCair.Zen.60.7 (iii B. C.); ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μ. SIG577.77 (Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al. 2 learning, knowledge, Ar.Nu.1231, Av.380, Th.2.39, PSI1.94.9 (ii A. D.), etc.; οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μ. educational authorities, SIG578.66 (Teos, ii B. C.); τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις the science of tactics, Pl.La.182b: freq. in plural, Isoc.12.27, etc.; μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα Philem. 232. 3 esp. the mathematical sciences, Archyt.1,3 tit.; τρία μ., i. e. arithmetic, geometry, and astronomy, acc. to Pl.Lg.817e, cf. Phld. Ind.Sto.66; later τὰ τέσσαρα μ. (ἁρμονική being added) Theol.Ar.17; Arist. distinguished pure from mixed μ., τὰ φυσικώτερα τῶν μ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ph. 194a8; ἡ ἐν τοῖς μ. ἁρμονική Metaph.997b21; τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν APo.79a7; οἱ ἀπὸ τῶν μ. mathematicians, Cleom.1.8. 4 astrology, AP7.687 (Pall.). 5 creed, Cod.Just.1.1.7.11, al.
German (Pape)
[Seite 80] τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῦ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαθήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
étude, science, connaissance.
Étymologie: μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
μάθημα: ατος (ᾰθ) τό
1) знание, тж. учение, наука: τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις Plat. учение о боевых порядках, т. е. тактика; τὰ παίδων μαθήματα Plat. приобретенные в детстве знания;
2) pl. наука о величинах, математические науки, математика Plat., Arst.: οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων Sext. математики.
Greek (Liddell-Scott)
μάθημα: τό, (μᾰθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ μανθάνει τις, τὰ παθήματα μαθήματα (ἴδε πάθημα) Ἡρόδ. 1. 207· μ. μαθεῖν Σοφ. Φ. 918· μ. τινος ἢ περί τι Πλάτ. Συμπ. 211C, Πολ. 525D. 2) παιδεία, γνῶσις, ἐπιστήμη, Λατ. disciplina, συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, Ὄρν. 380, Θουκ. 2. 39, Ἰσοκρ. 238C, συχνάκις παρὰ Πλάτ.· τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις, ἡ ἐπιστήμη τῆς «τακτικῆς», ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182Β, κτλ.· μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ’ εὐπορεῖ τὰ χρήματα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52. 2) ἰδίως αἱ μαθηματικαὶ ἐπιστῆμαι, ἀριθμητική, γεωμετρία καὶ ἀστρονομία κατὰ τὸν Πλάτ. Νόμ. 817Ε· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὰ νῦν καλούμενα καθαρὰ μαθηματικά, οἷον ἀριθμητικὴν καὶ γεωμετρίαν, ὡς διάφορα τῶν μικτῶν: τὰ φυσικώτερα τῶν μαθ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4· ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονικὴ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 2, 24, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστερ. 1. 13, 8, καὶ ἴδε μαθηματικὸς II.
Greek Monolingual
το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) μαθαίνω
καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα της φυσικής»)
2. φρ. α) «κάνω μάθημα» — διδάσκω ή διδάσκομαι
β) «παίρνω μάθημα» — διδάσκομαι
γ) «μού έγινε μάθημα» — απέκτησα εμπειρία από κάποιο σφάλμα που έκανα, συνετίστηκα
3. παροιμ. «τα παθήματα μαθήματα» — οι ατυχίες σωφρονίζουν τον άνθρωπο
νεοελλ.-μσν.
1. διδασκαλία, παράδοση («δεν μού αρέσει το μάθημά του»)
2. συνήθεια, ιδίως κακή («το πήρε μάθημα να ξενυχτάει»)
2. στον πληθ. τα μαθήματα
η σχολική εκπαίδευση
μσν.
1. μουσική πείρα
2. μελέτη, σπουδή
3. δόγμα
μσν.-αρχ.
γνώση, μόρφωση, παιδεία («μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων
τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα», Φιλήμ.)
αρχ.
1. η αστρολογία
2. μαγική τέχνη, μαγγανεία
3. στον πληθ. τὰ μαθήματα
οι μαθηματικές επιστήμες.
Greek Monotonic
μάθημα: -ατος, τό (μανθάνω),·
I.αντικείμενο μάθησης, μελέτη μαθήματος, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.
II. μάθηση, γνώση, επιστήμη, συχνά σε πληθ., σε Αριστοφ., Θουκ., κ.λπ.· ιδίως λέγεται για τις μαθηματικές επιστήμες, σε Πλάτ., κ.λπ.
Middle Liddell
μάθημα, ατος, τό, μανθάνω
I. that which is learnt, a lesson, Hdt., Soph., etc.
II. learning, knowledge, science, oft. in plural, Ar., Thuc., etc.: esp. the mathematical sciences, Plat., etc.