φλέως

Revision as of 12:35, 24 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*$)" to "{{wkpen |wketx=$3 }}")

English (LSJ)

ω, ὁ, A wool-tufted reed, Erianthus ravennae, Ar.Ra.244 (lyr.), Fr.24, Pherecr.127, Arist.HA627a8, Thphr.HP4.8.1, etc.:—Ion. φλοῦς, acc. φλοῦν, q.v. (ΙΙ), cf. φλόϊνος.—Thphr. has nom. φλεώς HP4.10.1, acc. φλεώ 4.8.1, but φλεών 4.10.4, gen. φλεώ ibid., al.; gen. φλέως is f.l. in Pherecr. l.c. II = ἀπόκυνον, Ps.-Dsc.4.80.

German (Pape)

[Seite 1291] ω, ὁ, att. statt des ion. φλόος, φλοῦς, Her. 3, 98, eine Sumpf-, Wasserpflanze, Ar. Ran. 244; Phryn. in B. A. 70; vielleicht arundo ampelodesmon, vgl. Lob. Phryn. 293.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
sorte d'osier ou de jonc aquatique, plante.
Étymologie: DELG pê emprunt.

Russian (Dvoretsky)

φλέως: ω ὁ тростник, камыш Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φλέως: -ω, ὁ, φυτόν τι παρὰ τὰ ὕδατα φυόμενον, εἶδος ἀνθοῦντος σπάρτου ἢ καλάμου (κατὰ τὸν Spengel Arundo ambelodes-mon), Ἀριστοφ. Βάτρ. 244, Ἀποσπ. 85, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 1, κλπ.· ― Ἰων. φλοῦς, φλοῦν, ὃ ἴδε (ΙΙ), πρβλ. φλόϊνος. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 293.

Greek Monolingual

-ω, ο, ΝΑ, και φλέο, το, Ν, και φλέος, και ιων. τ. φλοῦς, και φλοῦν, τὸ, Α
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών φυτών
αρχ.
είδος υδροχαρούς καλάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: φλέως, φλοῦς, φλέος, ενώ και μια μορφή θ. φλειFο- μαρτυρείται στο τοπωνύμιο Φλειοῦς (πρβλ. το επίρρ. ΦλειFοντᾱθεν < ΦλειFο- Fοντ-ᾱθεν [βλ. και -όεις < -εις < ρίζα -Fεντ-], καθώς και το μυκηναϊκό τοπωνύμιο perewote, που αντιστοιχεί σε τ. τοπικής ΦλειFοντει ή ΦληFοντει). Η λ. ανάγεται από πολλούς μελετητές στην ΙΕ ρίζα bhle-u- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω» του ρ. φλέω «είμαι γεμάτος χυμούς, είμαι ανθηρός» (βλ. λ. φλέω), άποψη η οποία μπορεί να αιτιολογηθεί, από σημασιολογική πλευρά, λόγω της πλούσιας άνθησης του φυτού (πρβλ. το ζεύγος βρύον: βρύω), ενώ, και από μορφολογική πλευρά, διευκολύνει την ερμηνεία τών ποικίλων μορφών με την αναγωγή σε θ. φληF- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας φλεF-, το οποίο εναλλάσσεται με το θ. φλωF- της εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. φλέως έχει προέλθει από φληFος με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και αντιμεταχώρηση (πρβλ. λεώς < ληός / λᾱός), ο τ. φλέος από φληFος με βράχυνση του -η- πριν από φωνήεν (πρβλ. ἕως < ἠώς), ο τ. φλοῦς—μέσω αμάρτυρου φλόος— από φλωFος με βράχυνση του -ω-, ενώ, τέλος, το θ. φλειFο- προήλθε από τ. φληF-yο- (πρβλ. ἱερηFιον > ἱερήιον> ἱερεῖον). Η άποψη αυτή, ωστόσο, παραμένει υποθετική, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και η περίπτωση να πρόκειται για δάνεια λ.].

Greek Monotonic

φλέως: -ω, ὁ, είδος φυτού, σπάρτο (βάτο) ή καλάμι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


a kind of flowering rush or reed, Ar.

Wikipedia EN

 
Saccharum ravennae

Saccharum ravennae (Synonyms Erianthus ravennae, Erianthus elephantinus), with the common names ravennagrass and elephant grass, and known locally as ekra or ikora (ইকঁৰা) in Assamese, is a species of grass in the sugarcane genus Saccharum. It is native to southern Europe, western Asia and South Asia and is known in North America as an introduced species, where it is sometimes an invasive and troublesome noxious weed. Ravennagrass is a large, aggressive grass that has been sold in nurseries for use as an ornamental grass in gardens, and for stabilizing soil to prevent erosion. Saccharum ravennae is now established as an invasive species in several parts of North America, including California and Glen Canyon National Recreation Area. It grows in moist and wet habitat types, such as marshes and riverbanks.

This perennial grass grows in large, dense clumps from a network of rhizomes. It produces erect stems which can reach 13 ft (4m) in height. The serrated leaves are up to a meter long. The inflorescence is a plume-like panicle of spikelets covered in white or pale-colored silky hairs.