σφηκόω
English (LSJ)
(σφήξ) A make like a wasp, i.e. pinch in at the waist, bind tightly, Phryn.Com.91; σ. τὸ ὅλον σῶμα Hld.10.31; χεῖρας APl.4.195 (Satyr.); ἀγγεῖον close the vessel, Dsc.5.54; τοὺς κορακίνους Ael.NA13.17: aor. Med. σφηκώσατο Nonn.D.1.192, 15.147. II Pass., πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο were bound tightly, Il.17.52; ἐσφήκωντο κορύμβαις prob. in Antim. in PMilan.17.4; κόμη ἐσφηκωμένη Poll.2.25; σφηκούμενος one binding up his hair, Ph.2.479; δειρὴν ἐσφήκωται he is narrow in the neck, Nic. Th.289; ὁ δὲ τέτρατος (sc. κύκλος) ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις is fixed, Arat.526, cf. 441; θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι well-closed window-shutters, Aristid. Or.51(27).8 (-σφην- is prob. cj.); so καλύμματ' ἐσφηκ. Anacr.21.3: metaph., coupled with πλεκτόν in Phld.Po.2.45.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
serrer ou amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d'or.
Étymologie: σφήξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφηκόω [σφήξ] insnoeren (naar analogie van de smalle taille van een wesp), ombinden:. οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο die ombonden waren met goud en zilver Il. 17.52.
Russian (Dvoretsky)
σφηκόω: перехватывать поперек, перетягивать (подобно телу осы) (καλύμματα ἐσφηκωμένα Anacr.): πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο Hom. кудри были перехвачены золотыми пряжками (или кольцами).
English (Autenrieth)
(σφήξ), pass. plup. ἐσφήκωντο: compress in a wasp-like shape, bind together, Il. 17.52†.
Greek Monotonic
σφηκόω: μέλ. -ώσω (σφήξ),
I. κάνω κάποιον να μοιάζει με σφήκα, δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια μέση, περισφίγγω γύρω από τη μέση· γενικά, περιδένω σφιχτά, ή, απλώς, δένω, συνάπτω, συνδέω, σε Ανθ.
II. Παθ., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες σφιχτά ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκόω: μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) κάμνω τινὰ ὥσπερ σφῆκα, δηλ. περισφίγγω κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ ἁπλῶς δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον σῶμα σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· δέσμιον σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· κόμη ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν ἑαυτοῦ κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι, καλῶς κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ σφηκόω συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ σφηνόω, ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. διασφηκόομαι.
Middle Liddell
σφηκόω, fut. -ώσω σφήξ
I. to make like a wasp, i. e. to pinch in at the waist: generally, to bind tightly, Anth.
II. Pass., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο (3rd pl. plup.) braids of hair, which were bound tightly with gold and silver, Il.
German (Pape)
eng, fest zusammenschnüren, -ziehen, nach der Gestalt der Wespen, die in der Mitte des Leibes wie zusammengeschnürt aussehen; überhaupt fest-, zusammenbinden, πλοχμοί θ' οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, Il. 17.52, die Haarflechten waren mit Gold und Silber zusammengefaßt; καλύμματα ἐσφηκωμένα, Anacr. 66.1; δειρὴν ἐσφήκωται, er ist am Halse eng, hat einen engen Hals, Nic. Ther. 289; festmachen, zumachen, αἱ θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι ἔνδοθεν καὶ ἔξωθεν, Aristid.