πρόκλησις
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ,
A calling forth, challenge, μουνομαχίη ἐκ προκλήσιος Hdt.5.1, cf. 9.75; π. ἔφυγε Plu.Marc.2.
2 sounding of the advance, Opp. ἀνάκλησις, προκλήσεις σάλπιγγος J.BJ2.20.7.
II invitation, offer, proposal, τὴν π. ἡμῶν οὐκ ἐδέχεσθε Th.3.64, cf. Arist.Pol.1292a29, etc.; π. ποιησάμενοι D.H.7.39; προτιθέναι App.BC1.4.
III as law-term, formal challenge or wager, offered by either party to his opponent, for the purpose of bringing disputed points to issue, such as a challenge to the opponent to let his slaves be tortured to give evidence against him, or an offer of one's own slaves to be tortured, Lys.4.15, D.37.40; challenge or offer to take an oath with respect to the matter at issue, Arist.Rh.1377a20; πρόκλησιν προκαλεῖσθαι = to make such a challenge, D.59.124: c. dupl. acc., προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμᾶς ὡς οὐ δεξομένους Id.37.12; οὐ δέξεσθαι τὴν πρόκλησιν Id.40.10; φεύγειν to decline it, Antipho 6.27; μαρτυρεῖν to appeal to it, D.45.15.
IV titillation, stimulation, Aret.CA1.2, al.
German (Pape)
[Seite 730] ἡ, das Hervor- od. Herausrufen, die Herausforderung; ἐκ προκλήσιος, nach vorhergegangener Herausforderung, Her. 5, 1. 9, 75; Aufforderung, Vorschlag (s. προκαλέω), Thuc. 3, 64; bes. vor Gericht eine feierliche Aufforderung zu einer Handlung, wie zu einem Eide, zum Ausliefern der Sklaven, damit man sie foltern könne, durch welche ein streitiger Punkt erledigt werden soll, auch das eigene Anerbieten, dergleichen zu thun, z. B. seinen eignen Sklaven zur Folterung zu geben, vgl. Is. 6, 16 Antiph. 6, 27 Lys. 4, 15; πρόκλησιν αὐτὸν προὐκαλεσάμην, Dem. 59, 120. 124. 37, 40 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 provocation, défi;
2 appel, invitation;
3 assignation pour production de témoignages, de documents, etc.
Étymologie: προκαλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκλησις -εως, ἡ προκαλέω uitdaging:. ἐκ προκλήσιος = na een uitdaging Hdt. 5.1.2. uitnodiging, voorstel:. δέχεται τὴν πρόκλησιν het (volk) accepteert de uitnodiging Aristot. Pol. 1292a29. jur. vordering, eis:. πρόκλησιν... ἐφ’ οἷς τοὺς αὑτοῦ οἰκέτας ἠξίου βασανίζεσθαι de vordering aangaande de punten waarop hij eiste zijn eigen slaven te mogen folteren Lys. 4.15.
Russian (Dvoretsky)
πρόκλησις: εως ἡ
1 вызов, призыв, предложение: μουνομαχίη ἐκ προκλήσιός σφι ἐγένετο Her. согласно (принятому) вызову, у них произошло единоборство; πρόκλησιν φεύγειν Plut. не принять вызова; π. ἐς ἡσυχίαν Thuc. предложение о сохранении мира;
2 юр. официальное предложение (одной тяжущейся стороны другой о принесении присяги, предъявлении документальных доказательств и т. п.) Lys., Arst., Dem.;
3 юр. апелляция (к народу): ὁ (δῆμος) δέχεται τὴν πρόκλησιν, ὥστε καταλύονται πᾶσαι αἱ ἀρχαί Arst. народ принимает (к рассмотрению) апелляцию, и тогда полномочия всех властей прекращаются.
Greek Monotonic
πρόκλησις: -εως, Ιων. -ιος, ἡ (προκαλέω),·
I. κάλεσμα για να έρθει κάποιος μπροστά, πρόσκληση, αμφισβήτηση, ἐκ προκλήσιος, από ή λόγω πρόκλησης, σε Ηρόδ.
II. πρόσκληση, προσφορά, πρόταση, σε Θουκ. κ.λπ.
III. ως δικανικός όρος, πρόταση που έγινε στον αντίδικο, για την επίλυση των σημείων διαφοράς, όπως το Ρωμαϊκό sponsio, σε Δημ. κ.λπ.· πρόκλησιν προκαλεῖσθαι, κάνω, δημιουργώ πρόκληση, δέχεσθαι, την αποδέχομαι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκλησις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προκαλεῖν, μουνομαχίη ἐκ προκλήσιος Ἡρόδ. 5. 1, πρβλ. 9. 75· πρ. φεύγειν Πλουτ. Μάρκελλ. 2. ΙΙ. πρόκλησις, προσφορά, πρότασις, τὴν πρ. ἡμῶν οὐκ ἐδέχεσθε Θουκ. 3. 64, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 30, κτλ.· πρ. ποιεῖσθαι Διον. Ἁλ. 7. 39· προτιθέναι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 4. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, τύπος τις καθ’ ὃν ὁ ἕτερος τῶν διαδίκων ἔκαμε πρότασίν τινα εἰς τὸν ἀντίδικόν του, δι’ ἧς ἠδύναντο τὰ ἀμφισβητούμενα ζητήματα νὰ λυθῶσι καὶ νὰ ἀρθῇ ἀμφιβολία, ὅμοιόν τι τῷ Ρωμαϊκῷ sponsio· οἷον ὅτε τις προὐκάλει τὸν ἀντίδικον νὰ παραδώσῃ τοὺς δούλους του εἰς τὴν βάσανον διὰ νὰ ὁμολογήσωσι κατ’ αὐτοῦ, ἢ ὅτε παρέδιδέ τις ἑτοίμως τοὺς ἰδίους δούλους νὰ ἐξετασθῶσι μετὰ βασανιστηρίων, πρβλ. Λυσ. 102. 6, Δημ. 978. 8., 1387. 13 τὸ νὰ προτείνῃ τις νὰ δεχθῇ ὅρκον πρὸς διάλυσιν τοῦ ἀμφισβητουμένου ζητήματος, ὁ αὐτ. 1011. 8., 1279. 15., 1365. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 29, κτλ.· φράσεις, πρ. προκαλεῖσθαι, ποιεῖν τοιαύτην πρόκλησιν, Δημ. 970. 1, κτλ.· δέχεσθαι, δέχεσθαι τὴν γινομένην πρόκλησιν, αὐτόθι 2, κτλ.· φεύγειν, ἀποφεύγειν, Ἀντιφῶν 144. 28, κτλ.· ἐκ τοῦ πρόκλησιν ὁμοῦ διαθήκῃ μαρτυρεῖν Δημ. 1106. 5· προκαλοῦνται πρ. ἡμᾶς ὡς οὐ δεξομένους ἤ... ὁ αὐτ. 969. ἐν τέλει κτλ. ― Περὶ τῶν διαφόρων εἰδῶν τῆς προκλήσεως, ἴδε Hudtwalcker über die Diäteten, σ. 49.
Middle Liddell
πρόκλησις, εως, ionic ιος προκαλέω
I. a calling forth, challenging, challenge, ἐκ προκλήσιος upon or by challenge, Hdt.
II. an invitation, offer, proposal, Thuc., etc.
III. as law-term, a challenge offered to the opponent, for the purpose of bringing disputed points to issue, somewhat like the Roman sponsio, Dem., etc.; πρ. προκαλεῖσθαι to make such a challenge, δέχεσθαι to accept it, Dem.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό προκαλῶ → πρό + καλέω ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
challenge
Arabic: تَحَدٍّ, التَّحَدِّي; Armenian: մարտահրավեր, կոչ, մրցահրավեր; Asturian: desafíu, retu; Belarusian: выклік; Bikol Central: agyat; Bulgarian: предизвикване; Catalan: desafiament, repte; Chinese Mandarin: 挑戰, 挑战; Czech: výzva; Danish: udfordring; Dutch: uitdaging; Esperanto: defio; Finnish: haaste; French: défi, chalenge; Galician: desfiamento, devandiña, reto; Georgian: გამოწვევა; German: Herausforderung; Greek: πρόκληση; Ancient Greek: πρόκλησις; Hungarian: kihívás; Icelandic: áskorun; Indonesian: tantangan; Irish: dúshlán; Italian: sfida; Japanese: 挑戦; Khmer: ឧបសគ្គ; Korean: 도전; Latin: provocatio; Latvian: izaicinājums; Lithuanian: iššūkis; Malay: cabaran; Malayalam: വെല്ലുവിളി; Norman: d'fi; Persian: چالش; Polish: wyzwanie; Portuguese: desafio, incentivo; Romanian: provocare; Russian: вызов; Scottish Gaelic: dùbhlan; Serbo-Croatian: izazov; Spanish: desafío, reto; Swahili: changa moto; Swedish: utmaning; Tamil: சவால்; Thai: คำท้า, คำท้าทาย; Ukrainian: виклик; Vietnamese: thách thức, thách đố; Welsh: her, heriau