δυσκέλαδος
English (LSJ)
ον, ill-sounding, shrieking, φόβος Il.16.357; ζῆλος δυσκέλαδος envy with its tongue of malice, Hes.Op.196; δυσκέλαδος ὕμνος Ἐρινύος A.Th. 867 (anap.), cf. Fr.451 I; μοῦσα E.Ion1098 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 de terrible estruendo, estruendoso φόβος δ. = huida entre gritos ante el enemigo Il.16.357, δ. ὕμνος Ἐρινύος A.Th.867, cf. Fr.188a, φάμα E.Med.420, ἐπιδρομίαι A.R.3.593, πόντος A.R.Fr.8.2, prob. de una flecha Epic.Alex.Adesp.SHell.939.4, ἄνεμοι AP 11.328 (Nicarch.), κυδοιμοί Opp.H.2.667, cf. Nonn.D.34.341, ἄκμονες Opp.H.5.153, ἄσθματα AP 11.382 (Agath.), Λείανδρος ... δυσκελάδων πεφόρητο θαλασσαίων ἐπὶ νώτων Musae.313.
2 que causa murmuración, maldiciente ζῆλος Hes.Op.196, δυσκελάδοισιν ... ὕμνοις = con maldicientes canciones E.Io 1090.
German (Pape)
[Seite 682] mißtönend, lärmend, φόβος, die Flucht, auf der alles durcheinander lärmt, Il. 16, 357, ἅπαξ εἰρημέν.; ζῆλος, der böse Gerüchte verbreitende Neid, Hes. O. 195; ὕμνος Ἐρινύος Aesch. Spt 867; vgl. Eur. Ion 1090; μοῦσα 1098; ἄσθματα Agath. 69 (XI, 382); φάμα, übler Ruf, Eur. Med. 420.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait pousser des cris de frayeur;
2 au son ou à la parole terrible.
Étymologie: δυσ-, κέλαδος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκέλᾰδος:
1 крикливый, шумливый (φόβος Hom.);
2 злоречивый (ζῆλος Hes.; φάμα Eur.);
3 зловещий (ὕμνος Ἐρινύος Aesch.; μοῦσα Eur.);
4 хриплый (ἄσθματα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, φόβος Ἰλ. Π. 357· ζῆλος δ., φθόνος κακόγλωσσος, Ἡσ. Ἐργ.κ. Ἡμ. 194· δ. ὕμνος Ἐρινύος Αἰσχύλ. Θήβ. 867· μοῦσα Εὐρ. Ἴωνι 1098.
Greek Monolingual
δυσκέλαδος, -ον (Α)
1. κακόηχος, κακόφωνος
2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» — φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής.
Greek Monotonic
δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, δυσαρμονικός, στριγγλιστός, τσιριχτός, φάλτσος, παράφωνος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-κέλᾰδος, ον
ill-sounding, shrieking, discordant, Il., Aesch., Eur.
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφημος, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk