ἀπαιδευσία

Revision as of 11:27, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

Ion. ἀπαιδευσίη, ἡ,
A want of education, Democr.212, Pl.R. 514a, al.; μετὰ ἀπαιδευσίας Th.3.42; δι' ἀπαιδευσίαν Arist.Rh.1356a29; δι' ἀπαιδευσίαν τῶν ἀναλυτικῶν Id.Metaph.1005b3, cf. 1006a6; ἀπαιδευσία πλούτου ἐστὶ τὸ νεόπλουτον εἶναι = the newly rich have not been educated to the use of wealth Id.Rh.1391a17.
2 stupidity, Pl.Grg.527e, al., Aeschin.1.144; ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς = from bigotry of passion, Th.3.84.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.10, Democr.B 212
1 comportamiento grosero o zafio ἡμερήσιοι ὕπνοι ... ψυχῆς ... ἀπαιδευσίην σημαίνουσι Democr.l.c.
comportamiento tiránico de un emperador, Wilcken Chr.1.20.2.13 (II d.C.)
falta de dominio ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84.
2 comportamiento estúpido μετὰ ἀπαιδευσίας καὶ βραχύτητος γνώμης Th.3.42, εἰς τοσοῦτον ἥκομεν ἀπαιδευσίας Pl.Grg.527d, μετὰ τοιαύτην ἀπαιδευσίαν Aeschin.2.113.
3 desconocimiento, ignorancia μένειν ἐν ἀπαιδευσίῃ Hp.l.c., παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας Pl.R.514a, διὰ ἀπαιδευσίαν τῶν ἀναλυτικῶν τοῦτο δρῶσιν hacen esto por desconocimiento de la ciencia analítica Arist.Metaph.1005b3, ἀξιοῦσι δὴ καὶ τοῦτο ἀποδεικνύναι τινὲς δι' ἀπαιδευσίαν· ἔστι γὰρ ἀπαιδευσία τὸ μὴ γιγνώσκειν τίνων δεῖ ζητεῖν ἀπόδειξιν Arist.Metaph.1006a6
falta de criterio Arist.EE 1217a8, cf. Hsch.
incultura Θρᾳκῶν Ael.VH 8.6, ἐκφρονήσας ὑπ' ἀπαιδευσίας D.C.52.8.8.

German (Pape)

[Seite 275] ἡ, Mangel an Erziehung u. Bildung, Thuc. 3, 42. 84 u. Folgde; καὶ κακὴ τροφή Plat. Rep. VIII, 552 e; καὶ ἀπειρία Hipp. mai. 293 d; ἀπαιδευσίαν ὁμολογεῖν, = ἰδιώτης εἶναι, Luc. Nigr. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d'éducation ou d'instruction;
2 impuissance à maîtriser.
Étymologie: ἀπαίδευτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιδευσία:
1 невоспитанность Plat., Arst., Plut.;
2 необразованность, непросвещенность Plat., Aeschin., Luc.;
3 неумение, неопытность (τινος Arst.);
4 необузданность (ὀργῆς Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιδευσία: ἡ, ἡ ἔλλειψις παιδεύσεως, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὴν παιδείαν, Πλάτ. Πολ. 514Α, κ. ἀλλ.: μετὰ ἀπαιδευσίας Θουκ. 3. 42· δι’ ἀπαιδευσίαν Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7· δι’ ἀπαιδευσίαν τινὸς ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3. 5, πρβλ. 3. 4, 2· ἀπαιδευσία πλούτου, ἀπειρία περὶ τὰ χρήματα, δηλ. ἐν τῇ διαχειρίσει αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 16, 4. 2) ἀμάθεια, ἄγνοια, ἀβελτερία, ἀγροικία, σκαιότης, Πλάτ. Γοργ. 527Ε, κ. ἀλλ., Αἰσχίν. 18. 36, κτλ. ΙΙ. ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς, ἐλλείψει παιδεύσεως εἰς τὸ κρατεῖν τῆς ὀργῆς, Θουκ. 3. 84.

Greek Monolingual

η (AM ἀπαιδευσία)
έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά
αρχ.
1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά
2. απειρία, ανικανότητα
(«άπαιδευσία πλούτου» — ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.)
3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» — από έλλειψη άσκησης στη συγκράτηση της οργής).

Greek Monotonic

ἀπαιδευσία: ἡ,
I. 1. έλλειψη εκπαιδεύσεως, σε Θουκ., Πλάτ.
2. άγνοια, αμάθεια, αδαημοσύνη, αγροίκοι τρόποι, σκαιότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. με γεν., ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς, λόγω της έλλειψης εκπαιδεύσεως για την αυτοσυγκράτηση της οργής, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀπαίδευτος
I. want of education, Thuc., Plat.
2. ignorance, boorishness, coarseness, Plat., etc.
II. c. gen., ἀπαιδευσίαι ὀργῆς from want of control over passion, Thuc.

English (Woodhouse)

boorishness, ignorance, uncivilised state, want of education, want of refinement

Translations

ignorance

Afrikaans: onkunde; Albanian: injorancë; Arabic: جَهْل‎, جَهَالَة‎; Armenian: անգիտություն, տգիտություն; Asturian: inorancia, inoranza; Azerbaijani: cəhalət, zülmət, nadanlıq, avamlıq; Belarusian: неву́цтва, няве́данне; Bulgarian: неве́жество, незна́ние, неве́дение; Catalan: ignorància; Cebuano: katagaw; Cherokee: ᎤᎧᏁᎳ; Chinese Mandarin: 無知, 无知; Czech: neznalost, nevědomost; Danish: uvidenhed; Dutch: onwetendheid, ignorantie, onkunde; Esperanto: nescio; Estonian: teadmatus, asjatundmatus, võhiklikkus, ignorantsus; Faroese: fávitska, fákunna; Finnish: tietämättömyys; French: ignorance; Galician: ignorancia; Georgian: უვიცობა; German: Unwissenheit, Unwissen, Nichtwissen; Gothic: 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌳𐌴𐌹; Greek: άγνοια; Ancient Greek: ἀβλεψία, ἀγνόημα, ἀγνοησία, ἀγνόησις, ἀγνοία, ἄγνοια, ἀγνοίη, ἀγνωμοσύνη, ἀγνωσία, ἀγνωσίη, ἀδαημονία, ἀδαημονίη, ἀδαημοσύνη, ἀδήνεια, ἀδμωλή, ἀδμωλία, ἀϊδρεΐα, ἀϊδρείη, ἀϊδρεΐη, ἀϊδρηίη, ἀϊδρηΐη, ἀϊδρίη, ἀμάθεια, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἀμυδρά, ἀνεπιγνωμοσύνη, ἀνεπιστημοσύνη, ἀνηκοΐα, ἀνοησία, ἀνοητία, ἀπαιδευσία, ἀπαιδευσίη, ἀπαιδία, ἀπειραγαθία, ἀπειρία, ἀσοφία, δύσγνοια, δυσσυνεσία, σκότος, τὸ ἀβασάνιστον, τὸ ἀνεπιστῆμον; Gujarati: અજ્ઞાન, અવિદ્યા; Hebrew: בּוּרוּת‎; Hindi: अज्ञान, अविद्या, बेखबरी, नासमझी, नादानी, बेसमझी; Hungarian: tudatlanság; Icelandic: fáfræði, fáviska, vanþekking, þekkingarleysi, fákunnátta, vankunnátta; Ido: nesavo; Inari Sami: tietimettumvuotâ; Indonesian: ketidaktahuan; Interlingua: inscientia; Irish: aineolas, ainbhios; Italian: ignoranza; Japanese: 無知; Kannada: ಅಜ್ಞಾನ; Khmer: ភាពល្ងង់ខ្លៅ; Korean: 무지; Kurdish Central Kurdish: نەزانی‎; Northern Kurdish: nezanî; Kyrgyz: билбестик; Latin: ignorantia; Latvian: nezināšana; Lithuanian: nežinojimas; Lun Bawang: falung; Macedonian: незнаење; Malagasy: tsifahalalana; Malayalam: അജ്ഞത; Manx: neufys, neuhoiggaltys; Maore Comorian: ujinga; Maori: kūaretanga; Ngazidja Comorian: udjinga; Northern Sami: diehtemeahttunvuohta; Norwegian Bokmål: uvitenhet or; Occitan: ignorància; Old English: nytennes; Oriya: ଅଜ୍ଞତା; Persian: جهل‎, جهالت‎, نادانی‎; Polish: ignorancja, niewiedza, nieuctwo, nieznajomość, nieświadomość; Portuguese: ignorância; Punjabi: ਬੇਖ਼ਬਰ, ਬੇਸਮਝ, ਨਦਾਨ, ਅਣਜਾਣ, ਅਗਿਆਨ; Romanian: ignoranță; Russian: невежество, неведение, незнание, неосведомлённость; Sanskrit: अज्ञान, अविद्या; Scottish Gaelic: ainfhios, ainfhiosrachd, aineolas; Serbo-Croatian Cyrillic: незнање; Roman: neznanje; Skolt Sami: tieʹđǩanivuõtt; Slovak: neznalosť, nevedomosť; Slovene: nevednost; Spanish: ignorancia; Swahili: ujinga; Swedish: okunnighet, ignorans, okunskap; Tagalog: kamangmangan, ignoransiya; Tamil: அறியாமை; Telugu: నేరమి, అజ్ఞానం, అజ్ఞానము; Thai: ความไม่รู้; Turkish: cehalet, bilgisizlik; Ukrainian: неві́гластво, неу́цтво, незнання́; Urdu: اگیان‎; Vietnamese: sự thiếu hiểu biết, sự dốt nát; Welsh: anwybodaeth; Yiddish: אומוויסנהײַט‎

Lexicon Thucydideum

illiberalitas, stinginess, 3.42.1, 3.84.1.