καπηλεύω
English (LSJ)
A to be a retail-dealer, drive a petty trade, Hdt.1.155, 2.35, Isoc.2.1, Nymphod.21, IG11(2).161 A16 (Delos, iii B. C.), BGU1024 vii 23 (iv A. D.); δι' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευ' drive a trade, chaffer with your vegetable food, E.Hipp.953. II c. acc., sell by retail, τὸν ἕρπιν Hippon.51. 2 metaph., κ. τὰ πρήγματα, of Darius, Hdt.3.89; κ. τὰ μαθήματα sell learning by retail, hawk it about, Pl. Prt.313d; κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ 2 Ep.Cor.2.17; so ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην will not peddle in war, i. e. fight half-heartedly, A.Th. 545; κ. τῇ Χάριτι τὴν ἀμοιβήν Epicur.Sent.Vat.39; κ. τὴν πολιτείαν traffic in grants of citizenship, D.C.60.17; κ. τῆς ὥρας ἄνθος or τὴν ὥραν, of prostitutes, Ph.2.394,576; εἰρήνην πρὸς Ῥωμαίους Χρυσίου κ. Hdn.6.7.9; τύχη καπηλεύουσα . . τὸν βίον playing tricks with life, corrupting it, AP9.180 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1322] ein Kleinhändler, Krämer, κάπηλος sein, Her. 1, 155 u. Folgde; übh. feilhaben, bes. im Kleinen verkaufen, verhökern, gew. mit den Nebenbeziehungen des Betrügerischen, Wucherischen u. auf unwürdigen Gewinn Bedachten; οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις καὶ πωλοῦντες καὶ καπηλεύοντες Plat. Prot. 313 d; πολὺ τεχνικώτερον αὐτὰ πωλοῦντες τῶν ὁμολογούντων καπηλεύειν Isocr. 2, 1; geradezu betrügen, ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην Aesch. Spt. 347, den Kampf betrügerisch od. listig meiden; δι' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευε, fälschlich dafür ausgeben, Eur. Hipp. 953; häufig in späterer Prosa = verfälschen, z. B. τὸν λόγον II. Cor. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
καπηλεύω: εἶμαι κάπηλος ἢ μικρέμπορος, κάμνω ἐμπόριον, «λιανοπωλῶ», Ἡρόδ. 1. 155., 2, 35, Ἰσοκρ. 15Α, Νυμφόδ. ἐν τοῖς εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337 σχολίοις· δι’ ἀψύχου βορᾶς σίτου καπήλευ’, ἐμπορεύου καπηλικῶς τροφὰς ἐξ ἀψύχων, δηλ. λαχανικά, Εὐρ. Ἱππ. 953. ΙΙ. πωλῶ λιανικῶς, «λιανοπωλῶ», κ. πράγματα Ἡρόδ. 3. 89· τὸν ἕρπιν, δηλ. τὸν οἶνον, Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 42. 2) μεταφ., κ. τὰ μαθήματα, πωλῶν αὐτὰ καπηλικῶς, Πλάτ. Πρωτ. 313D· οὕτως, ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην, ὅτι δὲν θὰ διεξαγάγῃ τὸν πόλεμον μὲ ἐλεεινὰ καὶ ἀνάξια λόγου παίγνια (πρβλ. τὸ τοῦ Ἐννίου non cauponantes bellum), Αἰσχύλ. Θήβ. 545· οὕτω, κ. τὴν ὣραν, ἐπὶ πορνῶν, Φίλων 2. 576· εἰρήνην πρὸς τινα χρυσίου κ. Ἡρῳδιαν. 6. 7· τύχη καπηλεύουσα.. τὸν βίον, παίζουσα μὲ τὸν βίον, διαφθείρουσα αὐτόν, Ἀνθ. Π. 9. 180· κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. β΄, 17 (ὡς τὸ δολοῦντες αὐτόθι δ΄, 2).
French (Bailly abrégé)
I. intr. être petit marchand ou brocanteur;
II. tr. en mauv. part :
1 brocanter, trafiquer de;
2 débiter chichement : μάχην ESCHL lésiner ou recourir à de petits moyens à la guerre, faire la guerre petitement (lat. bellum cauponari).
Étymologie: κάπηλος.
English (Strong)
from kapelos (a huckster); to retail, i.e. (by implication) to adulterate (figuratively): corrupt.
English (Thayer)
(κάπηλος, i. e.
a. an inn-keeper, especially a vintner;
b. a petty retailer, a huckster, pedler; cf. οὐ δικαιωθήσεται κάπηλος ἀπό ἁμαρτίας);
a. to be a retailer, to peddle;
b. with the accusative of the thing, "to make money by selling anything; to get sordid gain by dealing in anything, to do a thing for base gain" (οἱ τά μαθήματα περιαγοντες κατά πόλεις καί πωλοῦντες καί καπηλεύοντες, Plato, Prot., p. 313d.; μάχην, Aeschylus the Sept. 551 (545); Latin cauponari bellum, i. e. to fight for gain, trade in war, Ennius quoted in Cicero, offic. 1,12, 38; ἑταιραν τό τῆς ὥρας ἄνθος καπηλευουσαν, Philo de caritat. § 14, cf. leg. ad Gaium § 30, and many other examples in other authors). Hence, some suppose that καπηλεύειν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ in to trade in the word of God, i. e. to try to get base gain by teaching divine truth. But as pedlers were in the habit of adulterating their commodities for the sake of gain (οἱ κάπηλοί σου μίσγουσι τόν οἶνον ὕδατι, Sept.; κάπηλοί, οἱ τόν οἶνον κεραννύντες, Pollux, onomast. 7,193; οἱ φιλοσοφοι ἀποδιδονται τά μαθήματα, ὥσπερ οἱ κάπηλοί, κερασάμενοι γέ οἱ πολλοί καί δολωσαντες καί κακομετρουντες, Lucian. Hermot. 59), καπηλεύειν τί was also used as synonymous with to corrupt, to adulterate (Themistius, or. 21, p. 247, Hard. edition says that the false philosophers τό θειοτατον τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν κιβδηλεύειν τέ καί αἰσχύνειν καί καπηλεύειν); and most interpreters rightly decide in favor of this meaning (on account of the context) in δολουν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, Trench, § lxii.)