άλογος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄλογος, -ον)
1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός
2. αυτός που στερείται λογικής
3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος
4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν)
αρχ.
1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση
2. αυτός που δεν μπορεί να εκτεθεί, να περιγραφεί με τον λόγο, ανέκφραστος, απερίγραπτος
3. αυτός που δεν τον υπολόγιζε κανείς, αναπάντεχος, απροσδόκητος
4. αυτός που δεν τον λαμβάνει κανείς υπ' όψιν, ασήμαντος, αμελητέος
5. (για μεγέθη) αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί
6. ενστικτώδης
7. ακατανόητος, ανεξήγητος
8. ο ακατάλληλος, ο ανάρμοστος
9. αστήριχτος, αβάσιμος
10. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άλογα (ενν. ζώα)
ζώα, θηρία
11. φρ. «άλογος ημέρα» — ημέρα αργίας, κατά την οποία καμία εργασία δεν γίνεται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + λόγος.
ΠΑΡ. ἀλογεύομαι, ἀλογία
αρχ.
ἀλογοῦμαι, ἀλογῶ, ἀλογώδης
μσν.
ἀλογίζομαι
(μσν. νεοελλ.) το άλογον].