αὐδήεις
English (LSJ)
αὐδήεσσα, αὐδήεν,
A speaking with human voice, ἀνθρώπων… σχεδὸν αὐδηέντων Od.6.125; [Ἰνὼ] ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα 5.334; of Achilles' horse, αὐδήεντα δ' ἔθηκε θεά Il.19.407; θνητοὶ αὐδήεντες, opp. ἀθάνατοι, Hes.Th.142b; of divinities, using human speech, of Calypso and Circe, Od.10.136, 11.8, 12.150,449 (οὐδήεσσα or αὐλήεσσα Arist.Fr.171, Chamael. ap. Sch.Od.5.334); χθόνιαι θεαὶ αὐδήεσσαι A.R.4.1322; Ἀργοῦς… αὐδῆεν (Hartung for αὔδασον) ξύλον A.Fr. 20.
2 vocal, κόσμον αὐδάεντα λόγων Pi.Fr.194; αὐδάεις λόγος rumour, B.14.44; of the statue of Memnon, Epigr.Gr.1000, al.; opp. ἄναυδος, Epigr. ap. Paus.10.12.6.
3 famous, Hsch.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. -άεις, -άεσσα, -άεν Pi.Fr.194, A.Fr.20, epigr. en Paus.10.12.6
I 1del hombre dotado de voz, de palabra como epít. ἀνθρώπων εἰμί ... αὐδηέντων Od.6.125
•que habla el lenguaje humano de divinidades fem. y heroínas Ἰνώ, Λευκοθέη, ἣ ... ἔην βροτὸς αὐδήεσσα Od.5.334, cf. Call.Fr.745, Κίρκη ... θεὸς αὐδήεσσα Od.10.136, 11.8, 12.150, de Calipso Od.12.449, ref. a Tetis δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα Matro SHell.534.34, χθόνιαι θεαὶ αὐδήεσσαι A.R.4.1322, de una Sibila op. ἄναυδος Paus.10.12.6 (pero cf. II 2).
2 de animales y otros seres dotado de habla de manera prodigiosa, del caballo de Aquiles ἵππον αὐδήεντα δ' ἔθηκε θεὰ ... Ἥρη Il.19.407, (χελύνη) ἣν ... αὐδήεσσαν ἔθηκεν ... Ἑρμείης Nic.Al.560, de un pez, Opp.H.5.79, de una hormiga, Nonn.D.13.213
•de objetos inanimados parlante de la nave Argo Ἀργοῦς ἱερὸν αὐδάεν ξύλον A.Fr.20, de estatuas, Luc.Im.13, esp. del coloso de Memnón αὐδήεντα σε, Μέμνον ... ἔμαθον Col.Memn.12.1 (I d.C.), cf. Col.Memn.72.2 (II d.C.).
II por dif. cualidades atribuidas a la voz
1 dotado del canto, sonoro, canoro del poeta y su obra αἵ (Μοῦσαι) τ' ἄνδρα ... τιθεῖσι θέσπιον αὐδήεντα Hes.Fr.310, τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδήεντα λόγων Pi.Fr.194.
2 oracular Ἀπόλλων ... ἔχειν λίθον αὐδήεντα δῶκε Orph.L.360, αὐδήεντα ... τέμπεα Πυθοῦς Nonn.D.13.213.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui parle avec la voix humaine.
Étymologie: αὐδή.
German (Pape)
εσσα, εν, redend, sprechend, mit menschlicher Sprache begabt; Beiwort der Menschen, Od. 5.334, 6.125; vom Rosse des Achilleus, αὐδήεντα δ' ἔθηκε Il. 19.407. Auch Calypso und Circe heißen θεὸς αὐδήεσσα, Göttinnen, die, wie sie unter den Menschen leben, sich menschlicher Sprache bedienen, Od. 12.449, 10.136, 11.8, 12.150. Bei Sp. melodisch, tonreich, z.B. Nic. Al. 573.
Russian (Dvoretsky)
αὐδήεις: дор. αὐδάεις, εσσα, εν (δᾱ)
1 говорящий (человеческим голосом) Hom., Hes.;
2 благозвучный, певучий (κόσμος λόγων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐδήεις: εσσα, εν, ὁ ἐνάρθρῳ φωνῇ χρώμενος, ὁ ἀνθρωπίνως φθεγγόμενος, ἦ νύ που ἀνθρώπων εἰμὶ σχεδὸν αὐδηέντων Ὀδ. Ζ. 125· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς θαλασσίας θεᾶς, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα, Ε. 334· καὶ τοῦ ἵππου τοῦ Ἀρχιλλέως, αὐδήεντα δ’ ἔθηκε θεὰ Ἰλ. Τ. 407· θνητοὶ αὐδήεντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀθάνατοι, Ἡσ. Θ. 143: - ἑπομένως ὁπόταν τὸ θεὸς αὐδήεσσα ἀναφέρηται εἰς τὴν Καλυψὼ καὶ τὴν Κίρκην, Ὀδ. Κ. 136, Λ. 8, Μ. 150, 449, σημαίνει θεὰν αὐδήεσσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1322· Ἀργοῦς… αὐδῆεν ξύλον (κατὰ Bgk. αὔδασον), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 19· - ἡ χρῆσις τῆς λέξεως ἐπὶ θεᾶς ἔδωκεν ἀφορμὴν εἰς πολλὰς συζητήσεις παρὰ τοῖς ἀρχαίοις. Ἀριστοφάνης ὁ Γραμματικὸς ἔδωκε τὴν ἀνωτέρω μνημονευθεῖσαν ἐξήγησιν, ὁ δὲ Ἀρίστ. προέτεινε γραφὴν οὐδήεσσα, κατοικοῦσα ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν Ὀδ. Ε. 334· καὶ αὐλήεσσα, κατοικοῦσα ἐν αὐλαῖς, ἐν Κ. 136, κ. ἀλλ. 2) ἐν γένει ἡ λέξις σημαίνει φωνήεις, ἔμφωνος, κόσμον αὐδάεντα λόγων Πινδ. Ἀποσπ. 206· ἐπὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1000, κ. ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄναυδος, παρὰ Παυσ. 10. 12, 8.
English (Autenrieth)
εσσα: possessed of voice, voiceful; esp. with regard to the power of song, Circe, Od. 10.136, Calypso, Od. 12.449, Ino, Od. 5.334 ; Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα, i. e. a ‘tuneful’ mortal, not a ‘mortal speaking with human voice;’ of Xanthus, the horse of Achilles, αὐδήεντα δ' ἔθηκε θεά, ‘endowed him with voice’ (i. e. human as contrasted with equine utterance).
Greek Monolingual
αὐδήεις, -εσσα, -εν (Α) αυδή
1. αυτός που έχει λαλιά, ο προικισμένος με το χάρισμα του λόγου
2. (για θεό) αυτός που χρησιμοποιεί ανθρώπινη γλώσσα
3. (για λόγο ή ήχο) αυτός που εκδηλώνεται με τη φωνή
4. εκείνος που έχει φωνή, που είναι ζωντανός.
Greek Monotonic
αὐδήεις: -εσσα, -εν, αυτός που μιλά με ανθρώπινη φωνή, σε Ομήρ. Οδ.· όταν το θεὸς αὐδήεσσα, αναφέρεται στην Καλυψώ και στην Κίρκη, σημαίνει τη θεά που χρησιμοποιεί τη γλώσσα των θνητών, στο ίδ.
Middle Liddell
αὐδή
speaking with human voice, Od.; when θεὸς αὐδήεσσα is applied to Calypso and Circe, it means a goddess who used the speech of mortals, Od.