βύσσος

English (LSJ)

ἡ, flax, and the linen made from it, Emp.93, Theoc.2.73, etc.; used of perennial flax, Linum angustifolium, grown in Elis, Paus.6.26.6, and of Linum usitatissimum, = λίνον Ἑβραίων, Id.5.5.2; also, in later writers, of Indian cotton, Gossypium herbaceum, Poll. 7.76, Philostr.VA2.20; and of silk, τὰ Σηρικὰ ἔκ τινων φλοιῶν ξαινουένης βύσσου Str.15.1.20.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
• Alolema(s): βυσσός PGen.36.19 (II d.C.), PTeb.313.20 (III d.C.), Hsch.
• Morfología: [gen. -οιο Theoc.2.74]
I bot.
1 lino, Linum usitatissimum (pero a veces quizá 2) βύσσῳ δὲ γλαυκῆς κόκκος καταμίσγεται ἀκτῆς Emp.B 93, βύσσοιο ... χιτών Theoc.l.c., β. κεκλωσμένη LXX Ex.25.4, 26.1, cf. 2Pa.3.14, Is.3.23, Ez.16.11, I.AI 3.103, junto a πόρφυρα como signo externo de excelencia y riqueza, LXX Pr.31.22, Eu.Luc.16.19, I.AI 3.154, ἡ β. ἐσάπη como signo de la riqueza perecedera, Ast.Am.Hom.3.9.1, cf. 1.2.1, 4, 4.4, βυσσοῦ στολίσματα PGen.l.c., β[υσ] σοῦ πήχεις εἴκοσι PTeb.l.c.
2 lino de hoja estrecha, lino fino, Linum bienne Miller (Linum angustifolium) esp. el que crecía en la Élide, Paus.6.26.6, 5.5.2.
3 de otras fibras algodón considerado una variedad del lino en la India, Poll.7.75, Philostr.VA 2.20
de la seda τὰ Σηρικά, ἔκ τινων φλοιῶν ξαινομένης βύσσου Str.15.1.20.
II tinte de color carmesí χρῶμα ἀντὶ τῆς ὕσγης παραλαμβανόμενον Hsch.s.u. βυσσός, Sud., EM 217.20G.
• Etimología: Prést. sem., cf. fenicio bṣ, acad. būṣu, hebr. buṣ.

German (Pape)

[Seite 468] ἡ, nach Poll. 7, 75 ein seiner, gelblicher Flachs bei den Indern u. daraus bereitetes Leinen, Paus. 5, 5 Theocr. 2, 73 N.T., Baumwolle, Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lin très fin de l'Inde ; tardiv. coton.
Étymologie: DELG emprunt au sémit.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύσσος -ου, ἡ
1. vlas; vlaskleur. Emp. B 93.
2. het product van vlas: linnen.

Russian (Dvoretsky)

βύσσος:виссон, тончайшее полотно Emped., Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: "Byssos", flax and the linen made from it (Emp.); later also referring to cotton and silk.
Derivatives: βύσσινος made of β. (Hdt.); βύσσωμα net from β. (AP; on the formation s. πέπλωμα etc. Chantr. Form. 187).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Supposed to have come through semitic (Hebr. Aram. būs) from Egyptian (wʕd_ linen). See now Masson, Recherches 20ff. (who leaves the Eg. origin undecided), but also the lit. in Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 661.

English (Abbott-Smith)

βύσσος, -οῦ, ἡ (cf. Heb. בּוּץ), [in LXX chiefly for שֵׁשׁ, בּוּץ;]
byssus, a fine species of flax, also the linen made from it: Lk 16:19.†

English (Strong)

of Hebrew origin (בּוּץ); white linen: fine linen.

English (Thayer)

βύσσου, ἡ (Vanicek, Fremdwörter, under the word), byssus, a species of Egyptian flax (found also in India and Achaia) — or linen made from it — very costly, delicate, soft, white, and also of a yellow color (see respecting it Pollux, onomast. 50:7c. 17 § 75): (In the Sept. generally for שֵׁשׁ, also בּוּץ, cf. Winer s RWB under the word Baumwolle; (BB. DD., see under the words, Byssus> and Linen>). Josephus, Antiquities 3,6, 1 f; 3,7, 2; Philostr. vit. Apoll. 2,20 (p. 71, Olear. edition); on the flax of Achaia growing about Elis, cf. Pausanias, 5,5, 2; 7,21, 7.)

Greek Monolingual

βύσσος, η (AM)
1. λεπτό κιτρινωπό λινάρι, αιγυπτιακό ή ινδικό
2. πολυτελές ύφασμα ή ένδυμα από βύσσο («ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη)
αρχ.
1. βαμβάκι ή βαμβακερό ύφασμα
2. μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που μέσω της Σημιτικής (πρβλ. φοιν. bs, εβρ. και αραμ. būs) εισήλθε στην Ελληνική από το αιγυπτ. w d-t «είδος λιναριού»].

Greek Monotonic

βύσσος: ἡ, λεπτό λινάρι και λινό ύφασμα που φτιάχνεται απ' αυτό, σε Θεόκρ. (ξένη λέξη· πρβλ. εβραϊκή λέξη butz).

Greek (Liddell-Scott)

βύσσος: ἡ, (Ἑβραϊστὶ b ûtz, Γεσέν. Λεξ. ἐν λ.) λεπτὸν ὑποκίτρινον λίνον (ἰδίως Αἰγυπτιακὸν καὶ Ἰνδικόν), καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ κατασκευαζόμενον ὕφασμα, Ἐμπεδ. 293, Θεόκρ. 2. 73· ― ἐξ αὐτοῦ κατεσκευάζοντο τὰ ὑφάσματα τῶν μουμιῶν τῶν Αἰγυπτίων (πρβλ. βύσσινος), οὐχὶ ἐκ βάμβακος, ἴδε Wilkinson’s Egypt (1η σειρά), 3. σ. 115· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφ. λαμβανόμενον ἀντὶ τοῦ βάμβακος, ὡς ὑπὸ Φιλοστρ. 71, Πολυδ. Ζ΄, 76· διακρινόμενον ἀπὸ τῆς καννάβεως καὶ τοῦ λίνου, Παυσ. 6. 26, 6, παρβλ. 5. 5, 2· ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ μετάξης, ἥτις ἐθεωρεῖτο ὡς εἶδος βάμβακος, τὰ Σηρικά, ἔκ τινων φλοιῶν ξαινομένης βύσσου Στράβ. 693. (Ἡ byssus τῶν νεωτέων φυσιοδιφῶν εἶναι ἡ μεταξώδης κλωστὴ τῆς pinna marina).

Middle Liddell

[A foreign word; cf. Hebr. butz.]
a fine flax, and the linen made from it, Theocr.

Frisk Etymology German

βύσσος: {bússos}
Grammar: f.
Meaning: "Byssos", feine Flachsart und Leinwand, auch auf baumwollene und seidene Stoffe bezogen (Emp., Theok., Str. usw.).
Derivative: Davon βύσσινος ‘aus β. gemacht’ (seit Hdt.); βύσσωμα ‘Netz aus β.’ (AP; zur Bildung vgl. πέπλωμα usw. Chantraine Formation 187).
Etymology: Durch semitische Vermittlung (hebr. aram. būṣ, Lewy Fremdwörter 125f.) aus dem Ägyptischen (wꜣḏ Linnenart), s. Spiegelberg KZ 41, 127ff.
Page 1,278

Chinese

原文音譯:bÚssoj 畢所士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:棉線
字義溯源:細麻布*;源自希伯來文(בּוּץ‎)=細麻布,漂白的)。( 路16:19)財主的細麻布衣服,( 啓18:12)貨物中的細麻布,兩者都表示富有
同源字:1) (βύσσινος / λευκοβύσσινος)細麻布製的 2) (βύσσος)細麻布
出現次數:總共(2);路(1);啓(1)
譯字彙編
1) 細麻布(2) 路16:19; 啓18:12

Mantoulidis Etymological

ή (=λεπτό ὑποκίτρινο λινό ὕφασμα). Σημιτικῆς προελεύσεως.

Léxico de magia

lino ἐὰν βούλῃ τινὰ ὀργιζόμενόν σοι καταπαῦσαι, γράψας εἰς βύσσον ζμύρνισον τὸ τῆς ὀργῆς ὄνομα τοῦτο si quieres que alguien deje de estar irritado contigo, tras escribir sobre lino este nombre de la ira, imprégnalo con mirra P XII 179