γεῦμα

English (LSJ)

γεύματος, τό, (γεύω)
A taste, smack of a thing, E.Cyc.150; τρία γ. Ar.Ach.187; γεύματος χάριν Arist.HA491a8.
II food, σιτηρὰ γ. Hp.Acut.10: metaph., ἄγευστοι τοῦ παντρόφου γ. σοφίας Ph.1.544.

Spanish (DGE)

γεύματος, τό
I 1degustación o cata del vino ἦ γὰρ γ. τὴν ὠνὴν καλεῖ E.Cyc.150, τρία γε ταυτὶ γεύματα Ar.Ach.187, γεύματ' οἴνων Ephipp.18, Philoch.5, ἱκανὰ ... ταῦτα δηλῶσαι τὸν ἄνδρα, καθάπερ τὸν ἀνθοσμίαν τὸ γ. Philostr.VS 557, de una mercancía, Philostr.VA 6.12, ἱερὸν γ. cata del vino sagrado, SEG 35.1109 (Éfeso III d.C.), IEphesos 2076.6 (III d.C.), cf. οἱ ἐπὶ τὸ γ. πραγματευόμενοι IEphesos 728.34 (III d.C.)
fig. prueba, primera impresión, contacto γεύματος χάριν Arist.HA 491a8, ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐκ παραδρομῆς μαθεῖν ὡσπερεὶ γεύματος ἕνεκεν Plu.2.7c, τὸ γ. ... ἁγίου πνεύματος Antip.Bost.Annunt.16, cf. LXX 2Ma.13.18.
2 alimento σιτηρὰ γεύματα Hp.Acut.10, ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων Hp.Epid.1.2
fig. ἄγευστοι γάρ εἰσι τοῦ παντρόφου γεύματος σοφίας son desconocedores del gusto de la Sabiduría, el alimento universal Ph.1.544.
II gener. calidad οἶνος ... πρώτου γεύματος vino de primera calidad, DP 2.8, ἐλαίου ... δευτέρου γεύματος DP 3.2, γάρου γεύματος πρωτείου DP 3.6.

German (Pape)

[Seite 487] τό, das Gekostete, Probe zum Kosten, Ar. Ach. 187; Eur. Cycl. 150; βαδίζειν εἰς τὰ γεύματα Diphil. Ath. XI, 499 d; Speise, Hippocr.; Vorschmack, Geschmack, λαμβάνειν γ. τινός Plat. Hipparch. 228 e. Nach Eust. vulgärer Ausdruck für ἄριστον, Imbiß, od. = δεῖπνον, Schol. Od. 12, 439.

French (Bailly abrégé)

γεύματος (τό) :
1 goût (d'un aliment, d'une chose qconque);
2 action de goûter.
Étymologie: γεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεῦμα γεύματος, τό γεύω smaak:; τρία γε ταυτὶ γεύματα dat zijn drie smaken Aristoph. Ach. 187; voedsel:. τὰ σιτηρὰ γεύματα graanproducten Hp. Acut. 10.

Russian (Dvoretsky)

γεῦμα: ατος τό
1 пробование, отведывание (γ. τὴν ὠνὴν καλεῖ Eur.; γεύματος χάριν Arst.);
2 проба, образчик (τρία γεύματα Arph.).

Greek Monolingual

και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα)
η τροφή, το φαγητό
μσν.- νεοελλ.
1. το πρόγευμα
2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα της ημέρας
νεοελλ.
1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείςτρία γεύματα την ημέρα»)
2. επίσημο δείπνο, βραδυνή συνεστίαση («παρετέθη γεύμα»)
αρχ.-μσν.
το να αποκτά κανείς εμπειρία σε κάτι («γεῡμα τῆς κρίσεως» — το να έχει συνειδητοποιήσει κανείς τη μέλλουσα κρίση)
αρχ.
το να δοκιμάζει κανείς κάτι φαγώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι. Ο μεταπλασμένος τ. γιόμα (με -ο- αντί -ε- λόγω επιδράσεως του επόμενου χειλικού συμφώνου) προήλθε από το συνώνυμο γέμα, με μεταβίβαση της ουρανικότητας (πρβλ. γεμίζω - γιομίζω, γεμάτος - γιομάτος κ.ά.].

Greek Monotonic

γεῦμα: -ατος, τὸ (γεύω), γεύση, γευστική αποτίμηση ενός πράγματος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γεῦμα: τό, (γεύω) γεῦσις, ἀπόγευσις πράγματός τινος, Εὐρ. Κύκλ. 150, Ἀριστοφ. Ἀχ. 187, κτλ.· γεύματος χάριν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 6, 8 ΙΙ. τροφή, Ἱππ. Ὀξ. 385.

Middle Liddell

γεύω
a taste, smack of a thing, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

something tasted, that which is tasted