διέξειμι
English (LSJ)
A (εἶμι ibo) go out through, διεξίμεναι πεδίονδε Il.6.393; ἐξ αὐλῆς ἐς… Hdt. 2.148.
2 go through, pass through a country, διεξιὼν τῆς Λιβύης τὰ ἄνω ib.25; τὴν Μιλησίην Id.5.29; διὰ πάσης Εὐρώπης Id.2.36; διὰ παντὸς τοῦ σώματος Th.2.49, cf. 3.45; χώραν, τόπον, Plb.4.25.4, Plu.2.149a.
3 traverse the whole length of a line, τὸ διεξιέναι τὴν γραμμὴν τήνδε κἀκείνην Arist.EN1174a34.
II in counting or recounting, go through in detail, relate circumstantially, Hdt.1.116, 7.77, etc.; περί τινος Isoc.5.4, Pl.Prt. 361e, etc.; go through, by way of examining, E.Hipp.1024; expound, Epicur.Nat.2.11; deliver, ἐγκώμιον Plu.Ant.14.
Spanish (DGE)
• Morfología: [inf. διεξίμεναι Il.6.393]
A intr., c. mov.
I c. mov. ‘desde’ salir πεδίονδε Il.l.c., ἐξ αὐλῆς τε ἐς τὰ οἰκήματα Hdt.2.148
•irse, partir ἀπειλεῖ, ἢν μή τις αὐτὸν ἐῴη διεξιέναι profiere amenazas si no se le deja partir Hp.Dieb.Iudic.3
•medic. evacuarse πολλαπλάσιον γὰρ καὶ τὸ κόπριον διεξίοι ἂν αὐτῷ Hp.Acut.56.
II c. mov. ‘a través de’
1 intr. pasar c. διὰ y gen. διὰ πάσης Εὐρώπης Hdt.2.26, διεξῄει ... διὰ παντὸς τοῦ σώματος ... τὸ ... κακόν la enfermedad pasaba por todas las partes del cuerpo Th.2.49, διεξιὼν διὰ παντὸς τελευτᾷ ἐς τοὺς πόδας atravesando todo el cuerpo, termina en los pies Hp.VM 16, cf. Epid.1.19.
2 tr. recorrer, atravesar τῆς Λιβύης τὰ ἄνω Hdt.2.25, πᾶσαν τὴν Μιλησίην Hdt.5.29, τὸ διεξιέναι τὴν γραμμὴν τήνδε κἀκείνην (no es lo mismo) recorrer esa línea y la otra Arist.EN 1174a34, ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι Plu.2.149a, διέξειμι ὀπίσω τὸν πόρον Babr.79.6, τὴν Πατρέων ... χώραν Plb.4.25.4
•c. compl. impl. ἢν ἐς τοὺς περιέχοντας τόπους ἐμπέσῃ τὰ ῥεύματα καὶ ὑπὸ τῶν πνευμάτων οὐ δυναμένων διεξιέναι καταξηρανθῇ si los flujos llegan a las zonas adyacentes y se resecan por la imposibilidad de atravesar(las) el aire Hp.Acut.(Sp.) 7, cf. Babr.57.6, ὅπως ἂν ᾖ ὁρᾶν ἅπαντα τὰ σκεύη διεξιοῦσιν IG 22.1668.91 (IV a.C.), διὰ δὲ τὸ τάχος φθάνει διεξιὼν πρὶν ἐκπυρῶσαι Arist.Mete.371a22.
B tr., ref. al lenguaje oral o escrito, frec. διέξειμι c. valor de fut.
1 exponer, explicar, relatar mediante narración o exposición esp. cien. o fil. τὴν δὲ τετάρτην αἰτίαν τῷ τετάρτῳ λόγῳ διέξειμι Gorg.B 11.15, αὐτὰ ... ἱκανῶς Pl.Phd.84c, χαίρουσι διεξιόντες οἷα δράσουσι Pl.R.458a, τὸν δὲ δὴ διὰ πονηρὴν δίαιταν γινόμενον πυρετὸν διέξειμι voy a tratar de la fiebre causada por un régimen inadecuado Hp.Flat.7, τὰ τῆς οὐσίας Is.11.40, πόλλ' ἕτερα, ὧν ὅσ' ἂν οἵός τ' ὦ διέξειμι πρὸς ὑμᾶς D.21.19, cf. Aeschin.1.8, τὸν εἴρωνα διέξειμι, ποῖός τίς ἐστι Thphr.Char.proem.5, τὰ δ' ἁρμόττοντα ἑξῆς τούτοις ῥηθῆναι ἐν ταῖς μετὰ ταῦτα διέξιμεν lo que conviene decir tras estas cosas lo expondremos en los libros siguientes Epicur.Fr.[24.51] 8, τὰς Ἑλληνικὰς ... πράξεις Plb.4.1.3, cf. Gal.1.571, χρησμούς τινας ... παλαιούς Luc.Peregr.27, μὴ καὶ περιττὸν ᾖ πρὸς εἰδότας διεξιέναι Longin.30.1, πολιτειῶν ... ἰδέας διέξειμι D.H.1.8, διεξιών, Ὅμηρε, τὴν κεκαυμένην (πόλιν) AP 16.304, c. ac. prolép. τὸν Κερσοβλέπτην καὶ τὸν Χαρίδημον, ὡς φιλανθρώπως ἔχουσι πρὸς ὑμᾶς D.23.13
•abs. hacer una exposición ἀρχόμενος δὲ ἀπ' ἀρχῆς διεξήιε τῇ ἀληθείῃ χρεώμενος Hdt.1.116, ἐπεὰν κατὰ τὴν Κιλίκων τάξιν διεξιὼν γένωμαι cuando en el curso de mi narración llegue al contingente cilicio Hdt.7.77
•c. περί y gen. διέξειμι καὶ περὶ τούτου κεφαλαιωδῶς Anaximen.Rh.1445a35, cf. D.59.43.
2 pronunciar, recitar ἐν ἀγορᾷ διεξιὼν ἐγκώμιον Plu.Ant.14, λόγους διεξιὼν ὡς οἷόν τε παρακ[λ] ητικωτάτους Satyr.Vit.Eur.39.22.23, κατὰ τὸ ἐπελθόν D.L.9.114, τὸν Δημοσθένην ref. sus discursos, Philostr.VS 522
•leer οὐκ ἀγελαστὶ διεξῄεις αὐτὸ (τὸ βιβλίον) Luc.Apol.1.
3 examinar, pasar revista a ἀναγιγνώσκων αὐτὰ καὶ διεξιών Isoc.12.231, ἀκριβῶς δ. αὐτὸν (τὸν λόγον) Isoc.12.246, τὰ δ' ἀνωτάτω τρία κεφάλαια διέξεισιν Sch.Th.2.1 en POxy.853.1.12
•c. περί y gen. περὶ τούτων ... εἰς αὖθις ... διέξιμεν otra vez pasaremos revista a eso Pl.Prt.361e
•abs. ἔργοις ἂν εἶδες τοὺς κακοὺς διεξιών hubieras reconocido a los culpables pasando revista a los hechos E.Hipp.1024.
German (Pape)
[Seite 619] (s. εἶμι), 1) durch etwas hindurch und hinaus gehen; Hom. Iliad. 6, 393 εὖτε πύλας ἵκανε διερχόμενος ἄστυ Σκαιάς – τῇ γὰρ ἔμελλε διεξίμεναι πεδίονδε, durch die Stadt oder durch das Skäische Thor und hinaus in's Feld; διά τινος, Her. 2, 26. 7, 238; πᾶσαν τὴν Μιλησίην 5, 29, wie Pol. 4, 25, 4; τὰς πύλας, durch das Thor, Xen. Mem. 3, 9, 7. – 2) etwas vollständig abhandeln, durchgehen in der Rede, τί, Her. 7, 77; Plat. Phaed. 84 c u. öfter; Isocr. 4, 138 u. Sp.; περί τινος, Isocr. 5, 8; ἐν ἀγορᾷ ἐγκώμιον, d. i. vortragen, Plut. Anton. 14.
French (Bailly abrégé)
prés. 3ᵉ sg. διέξεισι, impf. διεξῄειν;
A. (διά, à travers) sortir ou passer à travers : διέξειμι τὰς πύλας XÉN franchir les portes;
B. (διά, d'un bout à l'autre) traverser d'un bout à l'autre ; parcourir, traverser :
I. au propre πεδίονδε IL pour gagner la plaine ; διὰ Εὐρώπης HDT, τὴν Μιλησίην HDT parcourir l'Europe, la Milésie;
II. fig. 1 parcourir par la parole, càd exposer, raconter : τι qch ; περί τινος donner des explications sur qch ; lire : ἐγκώμιον PLUT l'éloge (de qqn);
2 parcourir en détail ; examiner à fond.
Étymologie: διά, ἔξειμι².
Russian (Dvoretsky)
διέξειμι: εἶμι
1 проходить насквозь, переходить (διά τι Her. и τι Her., Polyb., Plut.): τῇ διεξίμεναι πεδίονδε Hom. выйти через это место (из города) на равнину; διέξειμι τὰς πύλας Xen. пройти ворота; διέξειμι τὸ πεπερασμένον Arst. переступить предел;
2 обстоятельно расследовать: ἔργοις ἂν εἶδες τοὺς κακοὺς διεξιών Eur. по внимательном рассмотрении ты узнал бы действительных преступников;
3 по порядку рассказывать, излагать, говорить (τι Isocr., Plat., Arst., Polyb. и περί τινος Isocr., Plat., Arst., Plut.);
4 публично произносить (ἐγκώμιον ἐν ἀγορᾷ Plut.);
5 прочитывать, читать (φιλοσόφων συγγράμματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐξέρχομαι διὰ μέσου, διεξίμεναι πεδίονδε Ἰλ. Ζ. 393· ἐξ αὐλῆς ἐς... Ἡρόδ. 2. 148· ― διέρχομαι, διαβαίνω διὰ μέσου χώρας τινός, δ. τὰ ἄνω Ἡρόδ. 2. 25· τὴν Μιλησίην 5. 29· δι’ Εὐρώπης 2. 36, κτλ. ΙΙ. ἐν ὑπολογισμοῖς ἢ διηγήσει, διέρχομαι ἐν λεπτομερείᾳ, ἐκθέτω λεπτομερῶς, διηγοῦμαι ἓν πρὸς ἓν, Ἡρόδ. 1. 116., 7. 77, Πλάτ. Φαίδωνι 84C, κτλ.· περί τινος Ἰσοκρ. 83Α, Πλάτ. Πρωτ. 361Ε, κτλ.· διέρχομαι ἐξετάζων, ἐρευνῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1024· παρ’ Ἀττικ. μέλλ. τοῦ διεξέρχομαι. ― Πρβλ. δίειμι, διέρχομαι, διεξέρχομαι.
Greek Monolingual
διέξειμι (Α) έξειμι
1. περνώ απ' άκρη σ' άκρη, διαβαίνω
2. διασχίζω μια χώρα
3. διαβαίνω, ακολουθώ μια γραμμή σ' όλο της το μήκος
4. (για υπολογισμό ή διήγηση) εκθέτω με λεπτομέρειες
5. εξετάζω, ερευνώ
6. εξηγώ, ερμηνεύω
7. απαγγέλλω, εκφωνώ.
Greek Monotonic
διέξειμι: απαρ. -εξιέναι, Επικ. -εξίμεναι, (εἶμι ibo) ·
I. εξέρχομαι δια μέσου, διέρχομαι απ' άκρον σε άκρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II. διέρχομαι με λεπτομέρεια, εκθέτω αναλυτικά, διηγούμαι, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· δ. περί τινος, εξετάζω κάτι μέσω της μεθόδου της έρευνας, σε Ευρ.
Middle Liddell
inf. -εξιέναι epic -εξίμεναι εἶμι ibo]
I. to go out through, pass through, Il., Hdt.
II. to go through in detail, recount in full, relate circumstantially, Hdt., Plat., etc.; δ. περί τινος to go through by way of examining, Eur.
Lexicon Thucydideum
transire, pervadere, to cross, pass through, 3.106.3, 7.85.2,
percurrere, to run through, traverse, 2.49.7,
Transl. translate 3.45.3.