δύσερις
English (LSJ)
ι, gen. -ιδος,
A quarrelsome, contentious, Isoc.1.31, Arist.Rh.1381a32, EN1108a30, al.; δ. λόγος Pl.Lg.864a.
II Act., producing unhappy strife, φθόνος Plu.Pel.4; τὸ δανείζειν δύσερι App.BC1.54.
Spanish (DGE)
-ι
• Alolema(s): δύσηρῐς Pi.O.6.19, Epich.244.4
• Prosodia: [-ῠ-, pero -ῡ- Amph.Seleuc.79]
• Morfología: [sg. ac. δύσηριν Epich.l.c., δύσεριν D.H.19.14, Ph.1.324, Amph.l.c.]
1 pendenciero, amigo de la disputa οὔτε δύσερις ἐὼν οὔτ' ... φιλόνικος Pi.l.c., cf. Epich.l.c., ὁμιλητικὸς δ' ἔσει μὴ δ. ὢν μηδὲ δυσάρεστος Isoc.1.31, δ. καὶ δύσκολος quisquilloso y malhumorado Arist.EN 1108a30, cf. 1126b16, Rh.1381a31, Plb.12.26d.5, Ph.2.31, 268, Hld.2.17.5
•neutr. subst. τὸ δύσερι = afición a la pendencia D.H.6.56, Th.2.3, Plu.2.80b
•disputa Philostr.VA 2.36.
2 que produce pendencia o querella de cosas y abstr. ἡμῖν δὲ οὐκ ἔστιν ... δύσερις λόγος = pero no vamos a discutir, Pl.Lg.864a, δύσερι καὶ δύσμαχον κτῆμα dicho de la cólera, Pl.Lg.863b, βουλή D.H.l.c., ταραχή Ph.l.c., φθόνος Plu.Pel.4, cf. 2.341e, τὸ δανείζειν App.BC 1.54, τὸ κάλλος Philostr.Ep.27
•cruel, desagradable μίσει ... δύσεριν κακῶν θέαν ref. a la lucha de gladiadores, Amph.l.c.
German (Pape)
[Seite 680] ι, gen. -ιδος, sehr streitsüchtig; λόγος Plat. Legg. IX, 864 a; neben δυσάρεστος, dem ὁμιλητικός entgeggstzt, Isocr. 1, 31; neben ἀηδής u. δύσκολος Arist. Eth. 2, 7; Sp.; φθόνος, ublen Streit erregend, Plut. Pelop. 4. Vgl. δύσηρις.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιδος
1 d'humeur désagréable et querelleuse;
2 qui excite des querelles.
Étymologie: δυσ-, ἔρις.
Russian (Dvoretsky)
δύσερις: ι, gen. -ιδος adj.
1 сварливый, исполненный вражды, злобствующий (λόγος Plat.; δ. καὶ δύσκολος Arst.);
2 сеющий раздор (φθόνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσερις: ι, γεν. -ιδος, λίαν φίλερις, φιλόνικος, Ἰσοκρ. 8D, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, κ. ἀλλ.· δ. λόγος Πλάτ. Νόμ. 864Β. ΙΙ. ἐνεργ., πρόξενος κακῆς ἔριδος, Πλούτ. Πελοπ. 4· πρβλ. δύσηρις.
Greek Monolingual
δύσερις και δύσηρις, -ι (Α)
1. φίλερις, φιλόνικος
2. αυτός που προκαλεί φιλονικία.
Greek Monotonic
δύσερις: -ι, γεν. -ιδος·
I. εξαιρετικά εριστικός, φιλόνικος, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που προκαλεί έριδα, πρόξενος τσακωμού, αίτιος, καβγατζής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. very quarrelsome, contentious, Plat.
II. act. producing unhappy strife, Plut.
Translations
quarrelsome
Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar