εγώ
Greek Monolingual
(AM ἐγώ)
1. προσωπική αντων. α΄ προσώπου με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του
2. χρησιμοποιείται: α) η ονομ. συν. για έμφαση ή αντιδιαστολή («εγώ να σάς διώξω;», «ἐγώ εἰμι»)
β) η γεν. ως κτητ. επίθ. («το βιβλίο μου», «Πάτερ ἡμῶν...»)
3. φρ. «άλλος εγώ» — το άλλο εγώ, άνθρωπος ίδιος με μένα
νεοελλ.
1. για έμφαση χρησιμοποιούνται συγχρόνως δύο διαφορετικοί τ. της αντων. («ἐμένα μού το 'κανε αυτό;»)
2. σε διαλ. φρ. χρησιμοποιείται ο τ. με αντί του τ. μου («γιατί δεν μέ τον έδειξες;»)
3. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα ή εμπρόθ. προσδιορισμό («μέ δέρνει» «μού είπε», «γύρισ΄, αφέντη μου... προς εμένα»)
4. (ως άκλ. ουδ. ουσ.) το εγώ
α) η προσωπικότητα
β) (κατ' επέκτ.) ο εγωισμός
γ) (φιλοσ.) i) (στην κλασ. φιλοσ.) η συνείδηση του εμπειρικού και συγκεκριμένου ατόμου, η οποία συνδέεται με την μόνιμη πραγματικότητα που η συνείδηση αυτή προϋποθέτει
ii) (κατά τον Νίτσε) το εργαλείο της σφαιρικής σοφίας του οργανισμού του ανθρώπου, η οποία ασχολείται με την συντήρησή του, με την αφομοίωση, με τον αποκλεισμό, με την επαγρύπνηση ενώπιον του κινδύνου
iii) (κατά τον Χούσερλ) η καθαρή συνείδηση για την οποία καθετί που υπάρχει είναι η υποδομή για την θεμελίωση και την συγκρότηση όλων τών νοημάτων
iv) (κατά την μαρξιστ. αντίληψη) έννοια που δηλώνει την ανάκλαση, από την ατομική συνείδηση του ανθρώπου, της ίδιας της ύπαρξής του καί που εκφράζει την ενότητα του ατόμου, σε αντιδιαστολή και στις σχέσεις του προς τους άλλους ανθρώπους
δ) (ψυχαναλ.) το μέρος της ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται από το άτομο ως ο «εαυτός» του και βρίσκεται σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητήριας αντίληψης
5. φρ. «εμείς κι εμείς» — εμείς οι γνωστοί μόνο, χωρίς άλλους
αρχ.
1. ως βεβαιωτικό σε απαντήσεις με τον τύπο ἔγωγε («ἦ καὶ τοῦτο ἀκήκοας; — ἔγωγε», Πλάτ.)
2. (με άρθρο ως ουσ.) ο εαυτός μου, σε αντιδιαστολή με τον εξωτερικό κόσμο, η προσωπικότητα, το υποκείμενο («γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ ἐν τοῖς λόγοις ἀπέδειξε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγώ, αντωνυμία α' προσώπου, (του προσώπου που δηλώνει τον ομιλητή στην επικοινωνία) ανάγεται σε ΙΕ eĝō «εγώ» (πρβλ. λατ. egō). Επίσης ο ελλ. τ. με -ō- συνδέεται με λατ. egŏ αλλά και με γοτθ. ik, (γερμ. ich) αρχ. σλαβ. ek, αρχ. πρωσσ. es, λεττ. es, στα οποία το τελικό φωνήεν έχει σιγηθεί. Αντιστοιχεί ακόμη σε αρχ. ινδ. aham, αβ. azƏm, τύπους παρεκτεταμένους σε -om (πρβλ. και αρχ. ελλ. εγών, εγώνη, ἔγωγε)
Οι τ. της αιτιατικής εμέ, με ανάγονται σε IE me (πρβλ. αρχ. ινδ. mā, γοτθ. mi-k) και η δοτική μοι συνδέεται με αρχ. ινδ. me, πιθ. και λατ. mī, που λειτούργησε ως κλητική του κτητικού meus, τύπου ο οποίος αντιστοιχεί στο ελλ. εμός < εμέ (πρβλ. αβ. ma-)].