εὖγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, (εὔχομαι)
A boast, boasting, κενὰ εὔγματα εἰπών Od. 22.249.
II in plural, τὰ εὔγματα = prayers, wishes, A.Pr.584 (lyr.), Th.267, Ch. 463 (lyr.), S.Ant.1185, Ar.Th.354 (lyr.), Call.Lav.Pall.139.

German (Pape)

[Seite 1059] τό, 1) Großprahlerei, κενὰ εὔγματα Od 22, 249. – 2) = εὐχή, Gebet, Bitte, Aesch. Prom. 586 Spt. 249 Ch. 456; Soph. Ant. 1170; Callim. lav. Pall. 139.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 vanterie, fanfaronnade;
2 τὰ εὔγματα = vœux, prières.
Étymologie: εὔχομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὖγμα: ατος τό
1 хвастовство, похвальба (κενὰ εὔγματα εἰπεῖν Hom.);
2 pl. моления Aesch., Arph.: Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος Soph. обращающийся с молитвами к Палладе.

Greek (Liddell-Scott)

εὖγμα: τό, (εὔχομαι) ὡς τὸ εὖχος, καύχημα, καύχησις, κενὰ εὔγματα εἰπὼν Ὀδ. Χ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ εὐχή, ἀλλ’ ἀείποτε κατὰ πληθ., ἱκεσίαι, εὐχαί, ἐκφράσεις ἐπιθυμίας, Αἰσχύλ. Πρ. 584, Θήβ. 267, Χο. 463, Σοφ. Ἀντ. 1185, Ἀριστοφ. Θεσμ. 354, Καλλ. Λουτ. Παλλάδ. 139.

English (Autenrieth)

ατος (εὔχομαι): boast, pl., Od. 22.249†.

Greek Monolingual

εὖγμα, τὸ (Α)
1. καύχημα («κενὰ εὔγματα εἰπών», Ομ. Οδ.)
2. πληθ. τὰ εὔγματα
οι ευχές, οι προσευχές («μηδέ μοι φθονήσῃς
εὐγμάτων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ- (εύχομαι) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

εὖγμα: -ατος, τό (εὔχομαι),
I. όπως το εὖχος, καυχησιά, καύχημα, καυχησιολογία, σε Ομήρ. Οδ.
II. όπως το εὐχή, αλλά πάντοτε στον πληθ., ικεσίες, επιθυμίες, ευχές, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

εὖγμα, ατος, τό, εὔχομαι
I. like εὖχος, a boast, vaunt, Od.
II. like εὐχή, but always in plural prayers, wishes, Aesch., Soph.

Translations