κλώνος
Greek Monolingual
ὁ (AM κλών, -ωνός, Μ και κλώνος)
κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ' οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.)
νεοελλ.
βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς μεθόδους πολλαπλασιασμού
μσν.
κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλών < κλάων < κλάω / -ῶ «σπάζω». Ο τ. κλῶ-νος < κλωνί, υποκορ. του κλών, κατά το σχήμα ταυρί: ταῦρος, καπρί: κάπρος.
ΠΑΡ. κλωνάρι(ον), κλωνί(ον), κλωνίσκος
αρχ.
κλωνίζω, κλωνίτης
αρχ.-μσν.
κλώναξ
μσν.
κλωνίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. κλωνοκοπώ
μσν.
κλωνοφορώ
νεοελλ.
κλωνανθής, κλωνοβλάστημα, κλωνόγυρτος, κλωνοειδής. (Β συνθετικό) α) -κλων: αρχ. άκλων, μονόκλων. β) -κλωνος: μονόκλωνος, πολύκλωνος, τρίκλωνος
αρχ.
εύκλωνος
νεοελλ.
άκλωνος, γυρτόκλωνος, δίκλωνος, εξάκλωνος, μυριόκλωνος, τετράκλωνος, υψίκλωνος].