κουβέντα

Greek Monolingual

η
1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία
2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική»)
3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» — ξεκάθαρα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δεν έχουμε πολλές κουβέντες» — οι σχέσεις μας είναι τυπικές, δεν έχουμε στενές σχέσεις
γ) «στρωτή κουβέντα» — ομαλή συζήτηση, χωρίς διακοπές ή καθαρός, σαφής, ισορροπημένος λόγος
δ) «ψιλή κουβέντα» — συνεχής συνομιλία, συνήθως χωρίς σοβαρό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κομβέντος < λατ. conventus «συνέλευση» < λατ. convenio «συνέρχομαι»].

Translations

conversation

Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: ⁧مُحَادَثَة⁩, ⁧مُكَالَمَة⁩, ⁧حِوَار⁩; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: ⁧שִׂיחָה⁩; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: ⁧گفتوگۆ⁩, ⁧بارودۆخ⁩; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: ⁧گفتگو⁩, ⁧صحبت⁩, ⁧مکالمه⁩; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: ⁧بات چیت⁩; Uyghur: ⁧سۆھبەت⁩, ⁧سۆزلىشىش⁩, ⁧دىئالوگ⁩, ⁧پاراڭلىشىش⁩; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: ⁧שמועס⁩, ⁧געשפּרעך⁩