πελαγίζω

English (LSJ)

(πέλαγος)
A form a sea or lake, of a river that has overflowed, ἐώθεε ὁ ποταμὸς ἀνὰ τὸ πεδίον πᾶν πελαγίζειν Hdt.1.184; λίμνη πελαγίζουσα Str.5.3.12; of places, to be flooded, be under water, ἐπεὰν τὰ πεδία πελαγίσῃ Hdt.2.92, cf. Str.17.1.4.
2 of islands, lie out in the open sea, Id.10.2.19.
3 metaph., in Rhet., to be verbose, be exuberant, Phld. Rh.1.239, 240 S., cj. in D.H.Is.14; ἀλαζονεύεσθαι, ψεύδεσθαι μεγάλα, Hsch.
4 have a chattering of the teeth, Id.
II trans., = πελαγόω, flood, Jul.Or.1.27b.
III cross the open sea, X. Oec.21.3, Hyp.Fr.262; πλοίῳ Posidon.28 J.; opp. παρὰ γῆν πλεῖν, Str.1.3.2; to be on the high sea, Ach.Tat.2.32:—Med., Charito 8.6.

German (Pape)

[Seite 548] 1) wie ein Meer od. ein See sein, von einem ausgetretenen Flusse, ἐώθεε ὁ ποταμὸς ἀνὰ τὸ πεδίον πᾶν πελαγίζειν, Her. 1, 184; auch von Gegenden u. Oertern, überschwemmt sein, πελαγίζει τὰ πεδία, 2, 92; bei Sp. auch trans., überschwemmen, s. Jac. Ach. Tat. 724 f. – 2) auf dem hohen Meere sein, VLL. erkl. τὸ πέλαγος πλέω; Xen. Oec. 21, 3; Hyperid. bei B. A. 111, wo es διὰ πελάγους πορεύεσθαι erkl. ist; Strab. 3, 2, 5; bei Sp. so auch med. – Hesych. erkl. auch ἀλαζονεύεσθαι καὶ ψεύδεσθαι μεγάλα u. τοὺς ὀδόντας συγκρούειν.

French (Bailly abrégé)

intr.
1 naviguer en pleine mer;
2 être comme la pleine mer, càd se répandre comme la pleine mer en parl. de fleuves débordés ; être changé en une vaste mer en parl. de plaines inondées.
Étymologie: πέλαγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαγίζω [πέλαγος] als een zee zijn, overstroomd zijn.

Russian (Dvoretsky)

πελᾰγίζω:
1 наводнять, затоплять (τὸ πεδίον πᾶν Her.);
2 быть затопленным: ἐπεὰν τὰ πεδία πελαγίσῃ Her. когда поля затоплены;
3 плыть по морю Xen.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πέλαγος
πλέω στο ανοιχτό πέλαγος, διαπλέω το πέλαγος, πελαγοδρομώοἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
(για ποταμό) κατακλύζω, πλημμυρίζω
αρχ.
1. (για ποταμό που ξεχείλισε) είμαι ή εκτείνομαι σαν πέλαγος, σαν λίμνη, σχηματίζω πέλαγος, υπερεκχειλίζω («ἐώθεε ὁ ποταμὸς ἀνὰ τὸ πεδίον πᾶν πελαγίζων», Ηρόδ.)
2. (για τόπο) κατακλύζομαι από τα νερά, δίνω την εντύπωση πελάγους («ἐπεὰν πλήρης γένηται ὁ ποταμὸς καὶ τὰ πεδία πελαγίσῃ», Ηρόδ.)
3. (για νησί) βρίσκομαι μακριά από την ακτή, στο ανοιχτό πέλαγος
4. (ρητ.) μτφ. μιλώ με πολλά λόγια, μακρηγορώ, είμαι πολύλογος
5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζονεύομαι, ψεύδομαι μεγάλως» και «τοὺς ὀδόντας συγκρούω».

Greek Monotonic

πελᾰγίζω: μέλ. -ίσω (πέλαγος),
I. σχηματίζω θάλασσα ή λίμνη, λέγεται για ποτάμι που έχει υπερχειλίσει, στον ίδ.
II. διέρχομαι τη θάλασσα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πελᾰγίζω: μέλλ. -ίσω, (πέλαγος) σχηματίζω πέλαγος, πλημμυρῶ, ἐπὶ ποταμοῦ ὑπερχειλίσαντος, ἐώθεε ὁ ποταμὸς ἀνὰ τὸ πεδίον πᾶν πελαγίζειν Ἡρόδ. 1. 184· λίμνη πελαγίζουσα Στράβ. 239· - ἐπὶ τόπων, κατακλύζομαι ὑπὸ τοῦ ὕδατος, πελαγίζει τὰ πεδία Ἡρόδ. 2, 92, πρβλ. Στράβ. 458, 788. 2) μεταβ. = πελαγόω, κατακλύζω, πλημμυρῶ, Ἰουλιαν. 27Β, Θεοφυλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. 12. ΙΙ. διέρχομαι τὸ πέλαγος, ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι Ξεν. Οἰκ. 21, 3, Ὑπερείδ. ἐν τοῖς Α. Β. 111, Στράβ. 48· - οὕτω ὕστερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Χαρίτων 8. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πελαγίζειν· τοὺς ὀδόντας συγκρούειν, καὶ πλεῖν πέλαγος ἄβατον, καὶ ἀλαζονεύεσθαι, καὶ ψεύδεσθαι μεγάλα».

Middle Liddell

πελᾰγίζω, πέλαγος
I. to form a sea or lake, of a river that has overflowed, Hdt.:—of places, to be flooded, Hdt.
II. to keep the sea, cross the sea, Xen.