σαγηνεύω

English (LSJ)

A surround and take fish with a drag-net (σαγήνη), Lib.Or.11.258: metaph., sweep the whole population off the face of a country by forming a line and marching over it, a Persian practice, σ. ἀνθρώπους Hdt.6.31, Str.10.1.10, cf. D.L.3.33 (Pass.); ὥσπερ ἐν δικτύοις σεσαγηνευμένοι Hdn.4.9.6; σ. Σάμον sweep it clear of men, Hdt.3.149; so [ὡς] συνάψαντες.. τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Pl.Lg.698d, cf. App.Mith.67, Philostr.VA1.23.
2 generally, catch as in a net, [σοφισταὶ] σ. τὼς νέως Lysis ap.Iamb.VP17.76, cf. Luc.Tim.25; σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι AP11.52, cf. Hld.1.9; of Ares and Aphrodite, Luc.Gall.3, DDeor.15.3.

German (Pape)

[Seite 857] eine Menge Fische mit dem großen Fangnetze, σαγήνη einfangen; auch das Wild mit Stellnetzen, Garnen fangen, Luc. D. D. 15, 3 Tim. 25; übertr. von Menschen, sie wie wilde Tiere zusammentreiben, um sie zu fangen, Her. 3, 149. 6, 31, der das Wort in diesem Sinne aber nur von den Persern braucht, wie auch Plat. Legg. III, 698 d: ὡς συνάψαντες τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος; vgl. Polem. 2, 56; – σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, Ep. ad. 32 (XII, 52).

French (Bailly abrégé)

1 pêcher à la seine;
2 fig. prendre comme dans un filet.
Étymologie: σαγήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαγηνεύω [σαγήνη] met een sleepnet vissen; uitbr. jacht maken op, uitkammen:; ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους zij maakten jacht op de mensen Hdt. 6.31.1; σ. πᾶσαν τὴν Ἐρετρικήν het hele gebied rond Eretria uitkammen Plat. Lg. 698d; overdr.. σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι door liefdesverlangen gevangen AP 11.52.1.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνεύω:
1 ловить сетью Luc.;
2 уловлять словно сетью, опутывать (σαγηνευθεὶς ὑπ᾽ ἔρωτι Anth.);
3 воен. оцеплять, окружать, брать в кольцо (ἀνθρώπους, Σάμον Her.; πᾶσαν τὴν Ἐρετρικήν Plat.).

Greek Monolingual

ΝΑ σαγήνη
παρασύρω κάποιον δελεάζοντάς τον, θέλγω, γοητεύω (α. «τον σαγήνευσαν τα κάλη της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», Λουκιαν.)
αρχ.
1. αλιεύω με το δίχτυ σαγήνη
2. μτφ. α) διώχνω μαζί σε ένα μέρος όλους τους κατοίκους μιας χώρας σχηματίζοντας στρατιωτική γραμμή («ὡς ἑκάστην αἱρέοντες οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους», Ηρόδ.)
β) ερημώνω έναν τόπο («ὡς συνάψαντες... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν oἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος», Ηρόδ.)
γ) συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, παγιδεύω.

Greek Monotonic

σᾰγηνεύω: μέλ. -σω,
I. πιάνω ψάρια με αλιευτικό μεγάλο δίχτυ (σαγήνη), ψαρεύω, σε Λουκ.
II. σαρώνω, όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό δίχτυ, δηλ. καταδιώκω σχηματίζοντας στρατιωτική παράταξη, εκδιώκω τον πληθυσμό από την έκταση μιας χώρας πορευόμενος εναντίον της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνεύω: περικλείω καὶ ἀγρεύω ἰχθῦς διὰ τοῦ συρομένου δικτύου (σαγήνη), Φιλόστρ. 29, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 3, Θεῶν Διάλ. 15. 3. ΙΙ. μεταφορ., ἐκδιώκω πάντας τοὺς κατοίκους χώρας τινὸς σχηματίσας στρατιωτικὴν γραμμὴν καὶ οὕτως ἐπιτρέχων τὴν χώραν, Περσικὴ συνήθεια, σ. ἀνθρώπους Ἡρόδ. 6. 31, Στράβ 448, Διογ. Λ. 3. 33· σ. ὥσπερ ἐν δικτύοις Ἡρῳδιαν. 4. 9· σ. Σάμον, ἐρημώνω αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 149· οὕτως, [ὡς] συνάψαντες ... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Πλάτ. Νόμ. 698D· πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 67. 2) καθόλου, συλλαμβάνω ὡς ἐν δικτύῳ, σοφισταὶ σαγ. τὼς νεὼς Λῦσις παρ’ Ἰαμβλίχ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 76, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 25· σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι Ἀνθ. Π. 11. 52, πρβλ. Ἡλιόδ. 1. 9. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συλλαμβάνω ζῶντα, σῴζω, ὡς τὸ ζωγρέω ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.

Middle Liddell

σᾰγηνεύω, fut. -σω
I. to take fish with a drag-net (σαγήνἠ, Luc.
II. metaph. to sweep as with a drag-net, i. e. to sweep the population off the face of a country by forming a line and marching over it, a Persian practice, Hdt., etc.: Pass., σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ψαρεύω μέ δίχτυ, πιάνω μέ δίχτυ). Ἀπό τό σαγήνη (=δίχτυ), πού παράγεται ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ σαγηνεύω: σαγηνεία, σαγηνεύς, σαγηνευτήρ, σαγηνευτής.