στοῖχος

English (LSJ)

ὁ, (στείχω, cf. στίχος)
A row in an ascending series, ὁ πρῶτος σ. τῶν ἀναβαθμῶν the first course of (masonry composing) the steps, Hdt.2.125; course of bricks, etc., in building, IG22.463.58, 1682.10; esp. file of persons marching one behind another, as in a procession, ἐπὶ στοίχου, = στοιχηδόν, Ar.Ec.756; νῆσοι κατὰ στοῖχον κείμεναι Th. 2.102; κατὰ στοίχους Ar.Fr.79; of ships, column, ἐν στοίχοις τρισί A.Pers.366; of soldiers, file, Th.4.47; διὰ στοίχων ὁπλῖται παρατεταγμένοι D.C.63.4; of deer swimming, Opp.C.2.226; of the files (opp. ζυγόν VIII) of the chorus in plays, Poll.4.108,109; row of columns, IG22.1668.12; of factors, Arist.Metaph.1092b34; of verses, ἔπη.. ἀλλότρια τοῦ σ. τῆς ποιήσεως Afric.Cest.Oxy.412.51.
II a line of poles supporting hunting-nets, into which the game were driven, X.Cyn.6.10,21.
III τοῦ σ. καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν since the turn has come to our senate, POxy.1119.12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάθρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. στίχος u. στόχος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rang, rangée ; particul. ligne ou ordre de bataille.
Étymologie: στείχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοῖχος -ου, ὁ [~ στείχω] rij, linie:. διὰ δυοῖν στοίχοιν ὁπλιτῶν door twee rijen hoplieten heen Thuc. 4.47.3; ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν op de eerste rij van de treden Hdt. 2.125.2; οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι niet in een rij liggend Thuc. 2.102.4; ἐπί στοίχου in de rij Aristoph. Eccl. 755.

Russian (Dvoretsky)

στοῖχος:
1 ряд, линия, вереница (τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.): παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. вперемежку, а не по прямой линии; ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. в три ряда; ἐπὶ στοίχου εἶναι Arph. стоять рядами, быть выстроенным в линию;
2 числовой ряд Arst.;
3 ряд шестов (для расстановки звероловных сетей) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

στοῖχος: ὁ, (στείχω, πρβλ. στίχος) σειρά, «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, οἷον ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -οὕτως, ἐπὶ πλοίων, γραμμή, Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - σειρά, ζώνηστρῶμα πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε στοιχιαῖος· - ἀριθμητικὴ σειρά, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων μετὰ βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.

Greek Monolingual

ο / στοῑχος, ΝΑ
1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ.
γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.)
2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής
αρχ.
1. κιονοστοιχία
2. σειρά πασσάλων με βρόχους για τη σύλληψη θηράματος
3. ποιητικός στίχος («ἔπη ἀλλότρια τοῦ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)
4. αριθμητική σειρά
5. χρονολογική σειρά («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», Παυσ.)
6. χρονικό διάστημα («τοῦ ἀλέκτορος τοῦδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)
7. ορισμένη χρονική περίοδος («τοῦ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)
8. φρ. «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῖχον» — στοιχηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιχ- του στείχω και συνδέεται με τα αλβ. shtek, shtegu «πέρασμα, δρόμος», γοτθ. staiga και αρχ. άνω γερμ. steiga «μονοπάτι» (βλ. και λ. στείχω)].

Greek Monotonic

στοῖχος: ὁ (στείχω),
I. σειρά, αράδα· στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη σειρά βαθμίδων, για την κλίμακα, σε Ηρόδ.· κατὰ στοῖχον, σε σειρά, κατά σειρά, σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, παράταξη των πλοίων σε στήλες, ἐν στοίχοις τρισί, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, γραμμή, παράταξη, σε Θουκ.
II. σειρά πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.

Middle Liddell

στοῖχος, ὁ, στείχω
I. a row, στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, of a flight of steps, Hdt.; κατὰ στοῖχον in a row, Thuc.: of ships, a column, ἐν στοίχοις τρισί Aesch.; of soldiers, a file, Thuc.
II. a line of poles supporting hunting-nets, Xen.

English (Woodhouse)

file, line, row, file of soldiers

Lexicon Thucydideum

ordo, series, order, succession, 2.102.4, 4.47.3.