σωμάτιο
Greek Monolingual
το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α σῶμα
νεοελλ.
1. μικρό σώμα, σωματίδιο
2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]»
φυσ. βλ. στοιχειώδης
β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]»
φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη σωματίδια ή ατομικοί πυρήνες
γ) «βασικό σωμάτιο»
βιολ. άλλη ονομασία του βλεφαροπλάστη
δ) «μεταβιβαστικό σωμάτιο»
βιολ. ενδοκρινής αδένας τών εντόμων που αποθηκεύει νευροορμόνες, αλλά περιέχει, επίσης, νευροεκκριτικά κύτταρα
ε) «σωμάτιο Μπαρ»
βιολ. κόκκος χρωματίνης, προσκολλημένος στον πυρηνίσκο ή στην εσωτερική επιφάνεια της πυρηνικής μεμβράνης, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1949 από τον Καναδό ανατομοπαθολόγο Μ. Λ. Μπαρ
στ) «σωμάτιο Πατσίνι»
(ανατ.-φυσιολ.) ωοειδείς-κρομμυοειδείς σχηματισμοί, που αποτελούν την τελική κάψα ορισμένων αισθητικών νευρικών απολήξεων και βρίσκονται ιδίως στις βαθύτερες στιβάδες του δέρματος και στον υποδόριο ιστό τών άκρων χεριών και ποδιών
ζ) «ωχρό σωμάτιο»
βιολ. βλ. ωχρός
αρχ.
1. (για παιδί ή για εξασθενημένο άτομο) σωματάκι, κορμάκι (α. «χαριέντως, ὦ νεανίσκε, τὸ σωμάτιον διάκεισαι» β. «ἀσθένεια τοῦ σωματίου», πάπ.)
2. νεκρό σώμα, πτώμα («εἰλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ σωμάτιον», Ηρώδ.)
3. πολύ μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι ύλης («δόξειεν ἂν οὐδὲν διαφέρειν μονάδας λέγειν ἢ σωμάτια μικρά», Αριστοτ.)
4. παραγέμισμα που τοποθετούσαν οι ηθοποιοί μέσα από τα φορέματά τους για να φαίνονται ογκωδέστεροι («καὶ χειρίδας καὶ χλαμύδας καὶ προγαστρίδια καὶ σωμάτια», Λουκιαν.)
5. βιβλίο, τόμος («ἑν ἑκατέροις τοῖς σωματίοις ὅμοιον εὑρίσκομεν Ὅμηρον» — όμοιο βρίσκουμε τον Όμηρο και στα δύο βιβλία του, δηλαδή και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, Ηράκλ.)
6. η σύνθεση, η δομή ποιητικού έργου («τῆς μὲν Ἰλιάδος ὅλον τὸ σωμάτιον δραματικόν... τῆς δὲ Ὀδυσσείας τὸ πλέον διηγηματικόν», Λογγίν.)
7. κείμενο
8. απόδοση οφειλομένων, επιστροφή δανεικών χρημάτων
9. στον πληθ. τὰ σωμάτια
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ σκύτινα αἰδοῖα».