ἀναπλάσσω
English (LSJ)
Att. ἀναπλάττω,
A form anew, remodel, restore a broken nose, Hp.Mochl.2; rebuild, οἰκίδια PHal.1.183 (iii B. C.): metaph., ἀ. ταύτας [τὰς ἑταίρας] Alex.98.5:—Med., ἀναπλάσασθαι οἰκίην rebuild one's house, Hdt.8.109.
2 simply, model, mould, fashion, τῆς Αἰδοῦς.. τἄγαλμ' ἀ. Ar.Nu.995, cf. AP7.410 (Diosc.), al.; τὰ μέλη τοῦ παιδός Pl.Alc.1.121d: metaph., τοῖς ψηφίσμασιν ἀ. [Ἀλέξανδρον] Demad.11; make up, τροχίσκους Dsc.1.8, al.
3 metaph., ἀ. διπλάσια τῆς ἀληθείας κακά invent, imagine them, Philem.160, cf. Plb.3.94.2, D.H.1.53; πολλοὺς θεούς Ph.2.262; αἰτίας Procop.Arc.15; ἐπιστολήν ib.12, Philostr.VA7.35: abs., imagine vainly, Metrod.Herc.831.14, cf. 17, Phld.D.1.17:—also in Med., AP9.710 (Diosc.).
4 compose, λόγους D.H.Dem.46.
II plaster up, ὑπὸ τοῖς ὄνυξι κηρὸν ἀναπεπλασμένος Ar.V.108.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
I 1modelar, formar τὰ μέλη τοῦ παιδός Pl.Alc.1.121d, τὰ κηρία Arist.HA 624b18, cf. D.C.56.24.4, Dsc.5.88
•fig. τὸν Ἀλέξανδρον ... τοῖς ψηφίσμασιν ἀναπλάττοντες Demad.87.11.
2 farm. preparar τροχίσχους Dsc.1.8.
3 fig. imaginar, inventar ... διπλάσια τῆς ἀληθείας κακά Philem.160, μεῖζόν τι ... ἀναπλάττοντες Plb.3.94.2, cf. D.H.1.53, κενά Phld.Oec.p.73, ψευδωνύμους Ph.2.262, αἰτίας Procop.Arc.15.20, cf. Leont.H.Monoph.M.86.1776A
•abs., del alma, Metrod.Herc.831.14, cf. 17, Phld.D.1.17
•en v. med. mismo sent. ψευδὴς ἱστορίης ῥῆσις ἀνεπλάσατο AP 9.710.
4 crear, componer, escribir Θέσπις ὅδε, τραγικὴν ὃς ἀνέπλασα πρῶτος ἀοιδήν AP 7.410 (Diosc.), ἐπιστολήν Procop.Arc.12.10, Philostr.VA 7.35, τοὺς καλοὺς ἐκείνους λόγους ἀνέπλασεν D.H.Dem.46, cf. Call.Fr.203.49.
II 1remodelar, rehacer, recomponer la nariz rota, Hp.Mochl.2
•fig. ταύτας (τὰς ἑταίρας) a base de maquillaje y postizos, Alex.98.5, cf. Teles p.43.12.
2 reconstruir, restaurar οἰκίδια PHal.1.183 (III a.C.)
•en v. med. reconstruirse οἰκίαν Hdt.8.109.
3 recrearse de nuevo por el bautismo, Ep.Barn.6.14, cf. Gr.Naz.M.37.177C.
German (Pape)
[Seite 202] att. -πλάττω (s. πλάσσω), umbilden, umgestalten, med. οἰκίαν, ein Haus wiederherstellen, Her. 8, 109; – übh. bilden, gestalten, μέλη παιδός Plat. Alc. I, 1211 d; ἀναπεπλάκασι Teles. Stob. 97, 31; Luc. Herm. 71 u. öfter; vgl. Opp. C. 3, 168; auch von Dichtungen, Θέσπις πρῶτος ἀνέπλασε τραγικὴν ἀοιδήν Diosc. 16 (VII, 410); allgem., ersinnen, Pol. 3, 94.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναπλάσω, etc.
modeler ; fig. inventer, imaginer;
Moy. ἀναπλάσσομαι rebâtir pour soi.
Étymologie: ἀνά, πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπλάσσω: атт. ἀναπλάττω
1 med. отстраивать (для себя) заново, восстанавливать (οἰκίην Her.);
2 переделывать (τὰ μέλη τινός Plat.);
3 лепить, облеплять Luc.: ὑπὸ τοῖς ὄνυξι κηρὸν ἀναπεπλασμένος Arph. с ногтями, облепленными воском;
4 тж. med. воображать, представлять себе, выдумывать (μεῖζόν τι τοῦ συμβαίνοντος Polyb.);
5 сочинять (τραγικὴν ἀοιδήν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -πλάσω [ᾰ]: [ἴδε πλάσσω]: - ἐκ νέου σχηματίζω, ἀποκαθιστῶ, τῆς Αἰδοῦς.. τἄγαλμ’ ἀν. Ἀριστοφ. Νεφ. 995· ἀποκαθιστάναι, θεραπεύειν καταγὲν μέλος τοῦ σώματος, κάρτα γὰρ καὶ ἡ ῥὶς καταγεῖσα ἀναπλάσσεται Ἱππ. 845Ε: - Μέσ., ἀναπλάσασθαι οἰκίην, ἀνοικοδομῆσαι τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν, Ἡρόδ. 8. 109. 2) δίδω νέον σχῆμα, μετασχηματίζω, Λατ. refingo, τὰ μέλη τοῦ παιδὸς Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 121D· μεταφ., τοῖς ψηφίσμασιν ἀν. [Ἀλέξανδρον] Δημάδ. 179. 41· ἀναπλάττουσι ταύτας [τὰς πρωτοπείρους ἑταίρας], ὥστε μήτε τοὺς τρόπους μήτε τὰς ὄψεις ὁμοίας διατελεῖν οὔσας ἔτι Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 5. 3) μεταφ., ἀν. διπλάσια τῆς ἀληθείας κακά, ἐφευρίσκω, ἐπινοῶ, φαντάζομαι κακὰ διπλ. τῆς ἀληθ., Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 71, πρβλ. Πολύβ. 3. 94, 2· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Ἀνθ. Π. 9. 710. ΙΙ. ἀναπλάθω, ἀλείφω, ἐπαλείφω, «ἐμπλαστρώνω», ὑπὸ τοῖς ὄνυξι κηρὸν ἀναπεπλασμένος Ἀριστοφ. Σφ. 108.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀναπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ],
I. 1. δημιουργώ εκ νέου, αποκαθιστώ, επαναμορφοποιώ, επανασχηματοποιώ, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἀναπλάσασθαι οἰκίην, ξαναχτίζω το σπίτι μου, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., εφευρίσκω, στη Μέσ., σε Ανθ.
II. αναπλάθω, αλείφω, επαλείφω — Παθ., κηρὸν ἀναπεπλασμένος, ήταν επαλειμμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
I. to form anew, remodel, Ar.:—Mid., ἀναπλάσασθαι οἰκίην to rebuild one's house, Hdt.
2. metaph. to invent, in Mid., Anth.
II. to plaster up: Pass., κηρὸν ἀναπεπλασμένος having wax plastered, Ar.
Léxico de magia
cubrir como aplicando un emplasto ἀνάπλασον (τὸν ἱέρακα) λιβάνῳ ἀτμήτῳ καὶ οἴνῳ προπαλαίῳ cubre el halcón con incienso sin cortar y vino muy viejo (ref. a un halcón deificado) P I 9 καὶ ἐνθεὶς ἀνάπλασον τῷ ὁμοίῳ κηρῷ y metiéndolo dentro cúbrelo con cera de la misma clase (ref. al hueco de una figurilla de Hermes) P IV 2368
Translations
rebuild
Azerbaijani: bərpa etmək; Catalan: reconstruir; Chinese Mandarin: 重建, 再建, 改筑; Dutch: heropbouwen, wederopbouwen; Esperanto: rekonstrui; Finnish: jälleenrakentaa, rakentaa uudelleen; French: reconstruire; German: wiederaufbauen, umbauen; Greek: ξαναχτίζω, ανοικοδομώ; Ancient Greek: ἀνάγω, ἀναδομέω, ἀναδομῶ, ἀνακτίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἀνασκευάζω, ἀνατειχίζω, ἀνιστάναι, ἀνοικίζω, ἀνοικοδομεῖν, ἀνοικοδομέω, ἀνοικοδομῶ, ἀνορθοῦν, ἀνορθόω, ἀποικοδομέω, ἀποικοδομῶ, ἐξανακτίζω, ἐποικοδομέω, ἐποικοδομῶ, ὀρθόω; Indonesian: membangun ulang; Irish: atóg; Italian: ricostruire; Japanese: 建て直す, 再建する; Korean: 재건하다; Latin: restauro; Norman: r'bâti; Polish: odbudowywać, odbudować; Portuguese: reconstruir; Russian: перестраивать, перестроить; Spanish: reconstruir; Swedish: återuppbygga, rekonstruera; Vietnamese: xây lại, xây dựng lại