ἀνελευθερία

English (LSJ)

ἡ,
A illiberality of mind, servility, joined with κολακεία, Pl.Smp. 183b, R.590b, etc.
2 especially in money matters, stinginess, X.Cyr.8.4.32, Arist.EN1107b10, 1121b13, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 condición propia de un esclavo, carácter servil εὔλογον οὖν (τοὺς παῖδας) ἀπολαύειν ἀπὸ τῶν ἀκουσμάτων καὶ τῶν ὁραμάτων ἀνελευθερίαν es lógico que (los niños) adquieran un carácter servil por lo que oyen y ven Arist.Pol.1336b3
mezquindad, servilismo ἀνελευθερίαν ὑπὸ πλήθους ἐπαινουμένην ὡς ἀρετήν Pl.Phdr.256e, κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία Pl.R.590b, cf. Smp.183b, Criti.112c, Arist.Rh.1361a8
ruindad μικρολογία καὶ ἀνελευθερία Plu.2.137c
vileza, villanía, bajeza ἔχειν ἐν αὑτῷ ... ἀνελευθερίαν μετὰ φιλοχρηματίας en él (Aquiles) se reunía... la bajeza con la avaricia Pl.R.391c, δουλείας τε καὶ ἀνελευθερίας γέμειν τὴν ψυχήν Pl.R.577d, cf. 400b, 486a, Plu.2.50c.
2 ref. a aspectos económicos falta de liberalidad, tacañería, ruindad como un mal que trae la pobreza, Pl.R.422a, cf. 560d, Lg.843d, ἀσωτία καὶ ἀ. Arist.EN 1107b10, cf. 1121b13, ἀνελευθερία καὶ δυσελπιστία Teles p.35.10, μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας φαίνεσθαι ... ἀνελευθερίαν ἔμοιγε δοκεῖν περιάπτειν X.Cyr.8.4.32, (πλοῦτον) ἀ. δὲ φυλάττει Bio Bor.38A.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, unfreies Wesen, Denk- und Handlungsweise, die eines freien Mannes unwürdig ist, mit κολακεία vrbdn, Plat. Rep. IX, 590 b Conv. 183 b; der ὑπερηφανία entgegengesetzt, knechtische Gesinnung, Critia 112 c. Bei Arist. Eth. Nic. 2, 7 u. a., der ἐλευθεριότης entgegengesetzt, bedeutet es kleinliche Sparsamkeit, Filzigkeit, so auch Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 sentiments indignes d'un homme libre, bassesse, grossièreté;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: ἀνελεύθερος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελευθερία:
1 низменный образ мыслей, неблагородство, низость Plat., Arst., Plut.;
2 жадность, корыстолюбие, скряжничество, Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελευθερία: ἡ, ἔλλειψις ἐλευθέρου φρονήματος, μικροπρέπεια· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τῆς κολακείας, τῶν μὲν ὀνειδιζόντων κολακείας καὶ ἀνελευθερίας Πλάτ. Συμπ. 183Β, Πολ. 590Β, κτλ. 2) ἰδίως ἐν χρηματικαῖς ὑποθέσεσιν, ἔλλειψις ἐλευθεριότητος, φιλαργυρία, φειδωλία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 4., 4. 1, 37 κἑξ. Μεταξὺ τῶν χαρακτήρων τοῦ Θεοφρ. εἶναι καὶ εἷς περὶ ἀνελευθερίας, κεφ. ΚΒϳ, σ. 116, ἔκδ. Κοραῆ.

Greek Monolingual

η (AM ἀνελευθερία)
έλλειψη ελευθερίας·

Greek Monotonic

ἀνελευθερία: ἡ, έλλειψη ελεύθερου φρονήματος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from ἀνελεύθερος.]
illiberality, Plat.

English (Woodhouse)

baseness

Translations

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik