ἀντίρροπος
English (LSJ)
ἀντίρροπον,
A like ἰσόρροπος, counterpoising, compensating for, τινός D.1.10; μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος = I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow, S.El.120 (lyr.); Θεανοῖ.. ἀ. balancing her, weighing as much as.., Antiph.26.24; κτῆμα πόνοις ἀ. Max. Tyr.6.6; ῥώμη πρὸς κίνδυνον ἀ. Pl.Def.412a. Adv. ἀντιρρόπως, πράττειν τινί = so as to balance his power, X.HG5.1.36: also neuter plural as adverb, ψυχὰς δ' ἀντίρροπα θέντες as a counterpoise, IG1.442.
2 like ἀντίζυγος, equivalent to, c. dat., X.Oec.3.15.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que inclina la balanza en sentido contrario, que desnivela fig. λύπης ἀντίρροπον ἄχθος peso de la pena que me arrastra S.El.120
•subst. τὸ ἀντίρροπον = el contrapeso del oro con que se pesa el cadáver de Héctor, A.Fr.254c
•neutr. plu. como adv. φσυχὰς δ' ἀντίρροπαθέντες poniendo sus almas en el otro platillo e.d. dando sus vidas a cambio, IG 12.945.12 (V a.C.).
2 equivalente a c. dat. νομίζω δὲ γυναῖκα ... ἀντίρροπον εἶναι τῷ ἀνδρὶ ἐπὶ τὸ ἀγαθόν X.Oec.3.15, ἐν νηῒ κυβερνήτης πᾶσι τοῖς ναύταις ἀντίρροπος Ph.2.407, cf. Antiph.26.24, Ph.1.27, Aristid.1.160, D.C.43.16, Nonn.D.27.93, Isid.Pel.Ep.M.78.1021D
•tb. c. gen. οἱ δὲ ... ἀντίρροπον ἄστρων ποικίλον ... ἀνεζώννυντο χιτῶνα Nonn.D.14.133
•que compensa συμμαχίαν τούτων ἀντίρροπον D.1.10, c. dat. κτῆμα ... πόνοις πᾶσιν Max.Tyr.35.6.
3 c. prep. suficiente ῥώμη πρὸς κίνδυνον Pl.Def.412a.
II adv. ἀντιρρόπως = con las fuerzas equilibradas ἀ. τοῖς ἐναντίοις πράττοντες οἱ Λακεδαιμόνιοι X.HG 5.1.36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui penche du côté opposé, qui contrebalance, gén. ou dat. ; abs. qui fait contrepoids.
Étymologie: ἀντιρρέπω.
German (Pape)
sich auf die andere Seite neigend und so das Gleichgewicht haltend, von der Wagschale hergenommen, gleich (Vetera Lexica ἰσόσταθμος, ἰσόζυγος, ἶσος), μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος Soph. El. 119, das Gleichgewicht zu halten, zu ertragen; τινί Xen. Oec. 3.15; τινός, etwas aufwiegend, Dem. 1.10; ῥώμη πρὸς κίνδυνον ἀντίρροπος Plat. def. 412a. Vgl. ἀντίπορος.
• Adv. ἀντιρρόπως, πράττειν Xen. Hell. 5.1.33.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίρροπος: служащий противовесом, уравновешивающий, возмещающий, равносильный (τινος Dem., τινι Xen., Plut. и πρός τι Plat.): ἄγειν λύπης ἀντίρροπον ἄχθος Soph. выносить тяжесть своего горя; ῥῆμα μυρίοις ἐνθυμήμασι ἀντίρροπον Plut. слово, стоящее многих тысяч рассуждений.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίρροπος: -ον, ὅμ. τῷ ἰσόρροπος, ἰσόσταθμος, ἰσόζυγος, διατηρῶν τὴν ἰσορροπίαν πρός τι, τινὸς Δημ. 12. 6· ἄγειν... λύπης ἀντ. ἄχθος, ἰσόρροπον, Σοφ. Ἠλ. 119· Θεανοῖ... ἀντ., ἰσόσταθμος πρὸς τὴν Θεανώ, ἐξ ἴσου βαρύς, Ἀντιφάν. ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 24: ― Ἐπίρρ., ἀντιρρόπως πράττειν τινί, οὕτως ὥστε νὰ διατελῇ τις ἐν ἰσορροπίᾳ πρὸς τὴν δύναμιν αὐτοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ὡσαύτως, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ψυχὰς δ’ ἀντίρροπα θέντες, ἰσορρόπως, ἐν ἰσορροπία, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 21. 2) ὡς τὸ ἀντίζυγος, ἰσοδύναμός τινι, μετὰ δοτ., Ξεν. Οἰκ. 3.15· πρός τι Πλάτ. Ὅροι 412Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίρροπος, -ον) αντιρρέπω
νεοελλ.
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι
2. εξίσου βαρύς με κάποιον
3. ισοδύναμος με κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντίρροπος: -ον, αντισταθμιστικός, αντίρροπος, τινος, σε Δημ.· λύπης ἀντ. ὄχθος, το ισόρροπο βάρος της θλίψης, σε Σοφ.· επίρρ., ἀντιρρόπως πράττειν τινί, ώστε να ισοσταθμίσει τη δύναμή του, σε Ξεν.
Middle Liddell
[from ἀντιρρέπω
counterpoising, compensating for, τινός Dem.; λύπης ἀντ. ἄχθος the counterpoising weight of sorrow, Soph.:—adv., ἀντιρρόπως πράττειν τινί so as to balance his power, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(ἰσοβαρής). Ἀπό τό ἀντί + ρέπω (=κλίνω, γέρνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέπω.