ἀποσχίζω

English (LSJ)

A split, cleave off, ἀπὸ δ' ἔσχισεν αὐτήν [τὴν πέτρην] Od. 4.507; tear off, E.Alc.172, Opp.H.2.623.
2 sever, detach from, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Hdt.6.9; ἀ. Αυδούς part them off, separate them, Pl.Plt. 262e; τὴν ἰδίαν ψυχὴν τῆς τῶν λογικῶν M.Ant.4.29:—Pass., ἀποσχισθῆναι ἀπό.., of a river being parted from the main stream, Hdt.2.17, 4.56; of a tribe detached from its parent stock, Id.1.58,143; ἀπὸ τῆς μεγάλης φλεβὸς -σχίζεται Arist.HA514b10: c. gen., ἀποσχισθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.8.35, cf. 7.233, Pl. Plt.267b, etc.:—Med., separate oneself, Id.Lg.728b; τοῦ σοφιστοῦ Lib.Or.3.24.
3 metaph., ἀ. τινὰ τοῦ λόγου cut him off from his speech, interrupt him in it, Ar.Nu.1408.

Spanish (DGE)

I en v. act.
1 rajar, partir αὐτήν (una piedra) Od.4.507
desgarrar μυρσίνης φόβην E.Alc.172, ῥινόν Opp.H.2.623.
2 separar, cortar τοὺς γὰρ ἑωυτοῦ ... πολιήτας ἀποσχίζων ἀπὸ τοῦ λοιποῦ συμμαχικοῦ Hdt.6.9, εἰ ... Λυδοὺς δὲ ἢ Φρύγας ἤ τινας ἑτέρους πρὸς ἅπαντας τάττων ἀποσχίζοι τότε Pl.Plt.262e
fig. ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου me cortaste la palabra Ar.Nu.1408, τὴν ἰδίαν ψυχὴν τῆς τῶν λογικῶν M.Ant.4.29, (τὸν Μονογενῆ) παντελῶς ἀποσχίζων τῆς πρὸς αὐτὸν κοινωνίας Basil.Eunom.553A.
II en v. med.-pas. escindirse, separarse abs. Pl.Lg.728b, Epicur.Ep.[2] 69
c. ἀπό y gen. ἀποσχισθὲν ... ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ Hdt.1.58, ἀπεσχίσθησαν δὲ ἀπὸ τῶν ἄλλων Ἰώνων Hdt.1.143, ἔστι δὲ καὶ ἕτερα διφάσια στόματα ἀπὸ τοῦ Σεβεννυτικοῦ ἀποσχισθέντα Hdt.2.17, ποταμὸς ἀπέσχισται μὲν ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Hdt.4.56, de los tegeos ἀπεσχίζοντο ἀπὸ Λακεδαιμονίων Hdt.9.61, ἄλλαι ἀπὸ τῆς μεγάλης φλεβὸς ἀποσχίζονται Arist.HA 514b10, ἀποσχισθῆναι ἀπὸ Ἡρακλείδου PTeb.753.15 (II a.C.), τῆς Ἐκκλησίας ἀπεσχισμένον Basil.Hex.5.7 p.312
c. gen. ἀποσχισθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.8.35, ἀποσχισθέντες τούτων Hdt.7.233, ἀπεσχίσασθε τοῦ σοφιστοῦ Lib.Or.3.24, ἀλλήλων PRoss.Georg.3.2.26 (III d.C.)
c. ἐς y ac. o adv. escindirse, bifurcarse (φλέψ) ἀπέσχισται ... ἐς τὴν καρδίην καὶ ἐς τὸν βραχίονα τὸν δεξιόν Hp.Morb.Sacr.3.5, ἐς ἀριστερὰ ἀπεσχίσθησαν Hp.Oss.6, ἀνωτέρωθεν ... ἀποσχίζεται Hp.Oss.5, del semen (en la concepción de gemelos) ἀποσχίζεσθαι ἐς ἀμφοτέρας τὰς μήτρας Hp.Vict.1.30.

German (Pape)

[Seite 329] abspalten, trennen, τοὺς πολιήτας ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Her. 6, 9, u. öfter; auch bloß τινός 7, 233; τινὰ τοῦ λόγου Ar. Nub. 1390 (vgl. Eur. Alc. 170); öfter pass., sich trennen, τινός 8, 35; von den Armen eines Flusses 2, 17. 4, 56; neben φεύγειν Plat. Legg. V, 728 b.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσχίσω, ao. ἀπέσχισα, ao. Pass. ἀπεσχίσθην;
fendre, couper ; fig. τινα ἀπὸ συμμαχικοῦ HDT détacher qqn de forces alliées ; τοῦ λόγου coupe la parole ; Pass. ἀποσχισθῆναι ἀπό τινος HDT avoir été séparé ou s'être séparé de qch ; ἀπ. τῆς ἄλλης στρατιῆς HDT avoir été coupé du reste de l'armée.
Étymologie: ἀπό, σχίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσχίζω:
1 откалывать (sc. πέτρην Hom. - in tmesi);
2 отрывать (μυρσίνης φόβην Eur.);
3 отделять, ответвлять (ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.); φεύγειν τινὰ καὶ ἀποσχίζεσθαι Plat. избегать общения с кем-л.;
4 отвлекать, склонять к отпадению (τινά Plat., Plut. и τινὰ ἀπό τινος Her.);
5 прерывать: ἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. перебивать чью-л. речь.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσχίζω: σχίζωἀποκόπτω μέρος, ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι μέρος αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) ἀποχωρίζω ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, ἀποχωρίζω αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς μεγάλης φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· ὡσαύτως, ἄνευ τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, ἀποχωρίζω ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, διακόπτω αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.

Greek Monolingual

κ. -σκίζω (AM ἀποσχίζω)
1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω
2. (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός
νεοελλ.
1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο
2. (-ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη, αποσκιρτώ
αρχ.
φρ. «ἀποσχίζω τινὰ τοῦ λόγου» — διακόπτω κάποιον που μιλά.

Greek Monotonic

ἀποσχίζω: μέλ. -σω,
1. σχίζω ή αποκόπτω τεμάχιο από κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
2. αποχωρίζω ή αποσπώ από, τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ἀποσχισθῆναί τινος, αποχωρίζομαι από..., στον ίδ.· λέγεται για ποταμό, αποχωρίζομαι από το κύριο ρεύμα, σχηματίζω παραπόταμο, στον ίδ.· λέγεται για φυλή, έχω αποσπαστεί από το αρχέγονο γενεαλογικό δέντρο, στον ίδ.
3. μεταφ., ἀποσχίζω τινὰ τοῦ λόγου, διακόπτω την ομιλία κάποιου, παρεμβάλλομαι στο λόγο του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

1. to split or cleave off, Od., Eur.
2. to sever or detach from, τινὰ ἀπό τινος Hdt.:—Pass., ἀποσχισθῆναί τινος to be separated from…, Hdt.; of a river, to be parted from the main stream, Hdt.; of a tribe, to be detached from its parent stock, Hdt.
3. metaph., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου to cut him off from his speech, interrupt him in it, Ar.