ἐνεργητικός
English (LSJ)
ἐνεργητική, ἐνεργητικόν,
A able to act upon, acting upon, τοῦ κινητοῦ Arist.Ph.202a17.
2 productive, τινός Gp.12.35.1.
II active, Arist.EE1220b3; αὐτοπάθεια Plb. 12.28.6. Adv. ἐνεργητικῶς = actively, S.E.M.7.223,293.
2 Gramm., ἐνεργητικὸ ῥῆμα an active verb, D.H.Amm.2.7; of Nouns, A.D.Adv.161.18; ἐκφορά, διάθεσις, Id.Synt.150.19, 210.19. Adv. ἐνεργητικῶς ib.276.20, Phryn. PSp.9 B.
III efficacious, stimulating, Gp.2.33.4 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de abstr.
1 activo ἡ ἐνεργητικὴ ἡ περὶ τὰς πολεμικὰς πράξεις αὐτοπάθεια la experiencia personal activa en acciones militares Plb.12.28.6, πῦρ ... ἐνεργητικώτατον στοιχεῖον Aristid.Quint.130.9, ὅρασις definido como sentido activo, Gal.19.379, ἡ ... ἑτερότης ἐκ τοῦ ἐνεργητικὴν εἶναι τὴν ἑνότητα γέγονε Porph.Sent.36, (αἱ φυσικαὶ κινήσεις) Simp.in Cael.159.27.
2 activo, operativo ἐθίζεται ... τὸ μὴ ἔμφυτον τῷ πολλάκις κινεῖσθαί πως οὕτως ἤδη ἐνεργητικόν lo que no es (un hábito) innato, a fuerza de ser obligado a moverse (en un sentido), llega a ser operativo Arist.EE 1220b3
•en fil. aristotélica, c. gen. capaz de actuar sobre, capaz de convertir en acto τοῦ κινητικοῦ Arist.Ph.202a17, Metaph.1066a31
•subst. τὸ ἐνεργητικόν el ser activo Plot.6.1.17, cf. Simp.in Cat.296.25.
3 gram. activo op. παθητικός ‘pasivo’ ῥῆμα D.H.Amm.2.7.1, 2, A.D.Synt.329.4, sinón. de δραστήριος y μεταβατικός Hdn. en An.Ox.3.272.15, διάθεσις A.D.Synt.210.19, Gal.17(1).682, ἐνεργητικὰ ὀνόματα ref. a los nombres de agente, A.D.Adu.161.18, de los adj. c. acento en la antepenúltima sílaba tipo διχότομος op. διχοτόμος Herenn.Phil.Sign.52, en ret. χρεῖαι ἐνεργητικαί op. παθητικαί Theo Prog.98.32, cf. 102.12
•subst. τὸ ἐνεργητικόν forma activa de un verbo, Ariston.Il.11.574, Hdn.Gr.1.462, Sch.Er.Il.21.279d, Sch.A.Th.419-421b.
II de concr.
1 móvil, movilizador ἐνεργητικὰ μηχανήματα, ὡς ἄξονάς τε καὶ κοχλίας Orib.49.4.43.
2 c. gen. obj. que produce, causante c. gen. μηδεμιᾶς πληγῆς ἐνεργητικὰ ... τὰ ... βέλη Ps.Callisth.2.41Γ (p.318), δυνάμεις ... διαφόρων πραγμάτων ἐνεργητικαί Eus.M.22.1016A, cf. E.Th.3.5 (p.160), Ath.Al.M.28.544A, τὸ σκίμβρον ... ὀρέξεώς ἐστιν ἐνεργητικόν Gp.12.35.1.
3 efectivo, eficaz οἱ ἄρτοι οἱ ἄνευ ζύμης γινόμενοι ἐνεργητικώτατοί εἰσι πρὸς τὰ ἀφροδίσια Gp.2.33.4.
III en sent. relig. o sobrenatural
1 que opera sobrenaturalmente, eficaz δύναμις de Dios, Clem.Al.Strom.6.6.47, cf. Const.App.7.42.3, Didym.in Iob 280.7, Procop.Gaz.M.87.1837C.
2 astrol. activo, que ejerce un influjo οἱ κατὰ διάμετρον τῶν ἀστέρων ... σχηματισμοὶ ἐνεργητικώτατοι γίνονται Ptol.Harm.101.25, cf. Vett.Val.167.20.
B adv. ἐνεργητικῶς
I 1activamente ζητεῖν S.E.M.7.293, cf. 223, Gal.19.371.
2 de manera eficaz, eficazmente ἡ ἐμὴ (θεωρία) ... ἡ ἐ. διὰ τὴς χάριτος γενομένη Philoxen.Ep.40 (p.186), cf. Clem.Al.Strom.8.9.25, Eus.M.23.264D.
II gram. en voz activa op. παθητικῶς ‘en voz pasiva’ y μέσως ‘en voz media’, A.D.Synt.276.20, Phryn.PS 9, Sch.Er.Il.15.128c, EM 351.4G., Eust.348.38.
German (Pape)
[Seite 838] ή, όν, wirksam, kräftig, Sp.; ἡ ἐνεργητικὴ ἡ περὶ τὰς πολεμικὰς καὶ πολιτικὰς πράξεις, = ἐνέργεια, Pol. 12, 28, 6; ῥήματα, verba activa, D. Hal. u. Gramm.; auch ἐνεργητικῶς, active.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
t. de gramm. actif ; τὸ ἐνεργητικόν l'Actif ; ἡ ἐνεργητική (διάθεσις) l'Actif.
Étymologie: ἐνεργέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεργητικός:
1 действующий (τὸ κινητικόν ἐστιν ἐνεργητικὸν τοῦ κινητοῦ Arst.);
2 деятельный (αὐτοπάθεια Polyb.);
3 грам. действительный, активный (ῥήματα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεργητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐνεργήσῃ, ὁ ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυσ. 10. 9. 13. ΙΙ. τὴν ἐνεργητικὴν τὴν περὶ τὰς πολεμικὰς καὶ πολιτικὰς πράξεις, τὴν δύναμιν τοῦ ἐνεργεῖν, Πολύβ. 12. 28, 6· ἐν τῇ γραμμ., ἐνεργητικὸν ῥῆμα, τὸ δηλοῦν ἐνέργειαν, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 7. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ, Α. Β. 7. 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνεργητικός, -ή, -όν)
1. γραμμ. αυτός που δηλώνει ενέργεια του υποκειμένου («ενεργητικά ρήματα», «ενεργητική φωνή, διάθεση»)
2. αυτός που έχει την ικανότητα να ενεργεί αποτελεσματικά, δραστήριος
νεοελλ.
1. (για φάρμακα, αφεψήματα κ.λπ.) εκείνος που διευκολύνει την κένωση του πεπτικού συστήματος
2. φρ. «ενεργητικό τετράπολο» — τετράπολο που περιέχει ένα ή περισσότερα ενεργητικά στοιχεία
3. το θηλ. ως ουσ. η ενεργητική
το κεφάλαιο της φυσικής που εξετάζει τις ανταλλαγές ενέργειας, στα φυσικά και χημικά φαινόμενα
4. το ουδ. ως ουσ. το ενεργητικό
α) το σύνολο τών αγαθών που κατέχει οικονομική μονάδα ή επιχείρηση ως μέσα λειτουργίας της
β) το σύνολο τών επιτυχών ενεργειών κάποιου
αρχ.
δραστικός, αποτελεσματικός.