ἐξερεείνω

English (LSJ)

Ep. Verb,
1 c. acc. rei, inquire into, ἐξερέεινεν ἕκαστα Od.10.14.
2 c. acc. pers., inquire after, ἢ.. φίλον πόσιν ἐξερεείνοι 23.86; inquire of, ἄλλος ἄλλον ἐ. A.R.4.1250: abs., make inquiry, Il. 9.672, etc.:—Med., ἐξερεείνετο μύθῳ 10.81.
II search thoroughly, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Od.12.259; μυχούς h.Merc.252: metaph. of a harp, try its tones, tune it, ib.483.

German (Pape)

[Seite 877] ausfragen, ausforschen, auskundschaften; πόρους ἁλός Od. 12, 259; ἕκαστα 10, 14; τινά 23, 86; sp. D., wie ναυτιλίην Ap. Rh. 4, 721. 1250; κιθάραν, der Cither Töne entlocken, h. Merc. 483. – Med. = act., ἐξερεείνετο μύθῳ Il. 10, 81.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 interroger : τινα qqn ; abs. s'enquérir;
2 rechercher, demander : τι qch ; πόρους OD chercher à reconnaître ou explorer des passages;
Moy. ἐξερεείνομαι (impf. 3ᵉ sg. poét. ἐξερεείνετο) interroger : τινα qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐρεείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερεείνω:
1 расспрашивать, разузнавать (τι Hom.): ἐ. τινά Hom. расспрашивать о ком-л.; med. ἐ. τινὰ μύθῳ Hom. расспрашивать кого-л.;
2 разведывать, исследовать (πόρους ἁλός Hom.; μυχοὺς δόμοιο HH): ἐ. κιθάραν HH играть на кифаре.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερεείνω: Ἐπικ. ῥῆμα: 1) μετ’ αἰτ. πράγ., ἐρωτῶ ἀκριβῶς, ἐρωτῶ καὶ λαμβάνω πληροφορίας, ἐξερέεινεν ἕκαστα Ὀδ. Κ. 14. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐξετάζω, ἐρωτῶ νὰ μάθω περί τινος, ἤ... φίλον πόσιν ἐξερεείνοι, «ἀνακρίνειε τῷ λόγῳ» (Σχόλ.), Ψ. 86· ἐρωτῶ, ἄλλος δ’ αὖτ’ ἄλλον τετιημένος ἐξερέεινεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1250· ἀπολ., ἐξερωτῶ, πρῶτος δ’ ἐξερέεινεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων Ἰλ. Ι. 672, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐξερεείνετο μύθῳ Κ 81. ΙΙ. ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Ὀδ. Μ. 259· ἐξερέεινε μυχοὺς μεγάλοιο δόμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 252· μεταφ., ἐπὶ κιθάρας, ψαύω τὰς χορδάς, ἐκτείνω, χορδίσω αὐτήν, αὐτόθι 483: πρβλ. ἐξερέω, ἐξέρομαι.

English (Autenrieth)

make inquiry, abs., and w. acc. of pers., or of thing, ἕκαστα, ‘ask all about it,’ Od. 10.14; mid., Il. 10.81; fig., πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων, ‘questing,’ ‘exploring,’ Od. 12.259.

Greek Monolingual

ἐξερεείνω (Α) ερεείνω
1. ρωτώ να μάθω («ἐξερέεινε ἕκαστα», Ομ. Οδ.)
2. εξετάζω
3. ρωτώ
4. ερευνώ, αναζητώ («πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων», Ομ. Οδ.)
5. δοκιμάζω τις χορδές της κιθάρας.

Greek Monotonic

ἐξερεείνω: Επικ. ρήμα,
1. με αιτ. πράγμ., ρωτώ και παίρνω πληροφορίες, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. προσ., ρωτώ να μάθω για κάποιον, στον ίδ.· απόλ., πραγματοποιώ έρευνα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.
II. ερευνώ λεπτομερώς, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

I. epic Verb,
1. c. acc. rei, to inquire into, Od.
2. c. acc. pers. to inquire after, Od.: absol. to make inquiry, Il.; so in Mid., Il.
II. to search thoroughly, Od.