ερεείνω
From LSJ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
Greek Monolingual
ἐρεείνω (Α)
1. ζητώ πληροφορίες, ρωτώ να μάθω
2. αναζητώ κάποιον ή κάτι
3. επιδιώκω κάτι
4. (για μαντείο) ζητώ χρησμό
5. δοκιμάζω, εξετάζω
6. επισκέπτομαι έναν τόπο κάνοντας περιήγηση
7. συζητώ, διαλέγομαι, ανταλλάσσω απόψεις
8. λέγω. μιλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέω «ζητώ να μάθω». Σχηματισμός πιθ. κατά το αλεείνω «αποφεύγω, υποχωρώ»].