ἐξοικίζω

English (LSJ)

A remove one from his home, eject, banish, Th.1.114, 6.76; ἐξῴκισέν [με] γάμος οἴκων E.Hec.948 (lyr.); τινὰς εἰς Πώμην Plu.Rom.24; give notice to quit, BGU1116.18 (i B. C.); ἐ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Plu.Comp.Arist.Cat.3:—Pass. and Med., go from home, emigrate, φροῦδοι.. εἰσιν ἐξῳκισμένοι Ar.Pax197; ἐξῳκίσαντο ib.203; quit a house or shop, opp. εἰσοικ-, Aeschin.1.124; to be deported, εἰς ἄλλην χώραν Pl.Lg.929a; τὸν πόλεμον τῆς Ἑλλάδος -ισμένον Plu.Ages.15: metaph., ἡ ἀλήθεια τοῦ νόμου διὰ τὸν φόβον ἐξῳκίσθη was banished, cj. in Gorg.Hel.16.
II dispeople, empty, Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν E.Hec.887; lay waste, πόλεις D.H.5.77:—Med., Plu.Comp.Ages.Pomp.3.

German (Pape)

[Seite 885] aus der Wohnung, dem Wohnsitze vertreiben; ἐπεί μ' ἐξῴκισεν οἴκων γάμος Eur. Hec. 946; Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν, d. i. entvölkern, 886; Ἑστιαιᾶς δὲ ἐξοικίσαντες αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Thuc. 1, 114; εἰς ἄλλην χώραν Plat. Legg. XI, 928 e, wie Plut. Rom. 24, nach einem andern Lande übersiedeln; – πόλεις, verwüsten, D. Hal. 5, 77. – Med. auswandern, Ar. Pax 197. 203; ἐξοικίσασθαι Aesch. 1, 124 u. Folgde; ὁ πόλεμ ος ἐξ Έλλάδος ἐξῳκισμένος, der Griechenland verlassen hat, Plut. Ages. 15, der aber auch im Sinne des act. ἀνδραποδίσασθαι Θήβας καὶ Μεσσήνην ἐξοικίσασθαι βουλόμενος vrbdt, Compar. Pomp. et Ages. 3.

French (Bailly abrégé)

1 chasser d'une maison ou d'un pays, bannir;
2 dépeupler : Λῆμνον ἀρσένων EUR Lemnos de sa population mâle;
Moy. ἐξοικίζομαι;
1 changer de résidence, s'expatrier;
2 tr. dépeupler, acc..
Étymologie: ἐξ, οἰκίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοικίζω:
1 изгонять (τινὰ οἴκων Eur.; перен. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Plut.);
2 переселять, выселять (τινάς Thuc.; εἰς ἄλλην χώραν Plat.; τινὰς εἰς Ῥώμην Plut.); med. выселяться, уезжать, уходить Arph., Aeschin., Plut.;
3 лишать коренного населения (med. Μεσσήνην Plut.): Λῆμνον ἀρσένων ἐξοικίσαι Eur. уничтожить мужское население Лемноса.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἐκβάλλω τινὰ ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ οἰκίας, ἐκδιώκω, ἐξορίζω, Ἑστιαίας δὲ ἐξοικίσαντες, αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Θουκ. 1. 114., 7. 76· ἐξῴκησεν με γάμος οἴκων Εὐρ. Ἑκ. 949· εἰς ἄλλην χώραν Πλάτ. Νόμοι 928Ε, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 24· ἐξ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Πλουτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτ. Σύγκρ. 3. ― Παθ. καὶ Μέσ., ἀπέρχομαι τῆς πατρίδος μου, μετοικῶ, μεταναστεύω, φροῦδοι... εἰσὶν ἐξῳκισμένοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 197· ἐξῳκίσαντο αὐτόθι 203· καταλείπω οἰκίαν ἢ ἐργαστήριον, ἀντίθετον τῷ εἰσοικίζομαι, ἐὰν ὁ μὲν ἐξοικίσηται, εἰς δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο ἐργαστήριον χαλκεὺς εἰσοικίσηται Αἰσχίν. κ. Τιμάρχ. 1. 38, 5· ἐξ. ἐκ τόπου Πλουτ. Ἀγησ. 15. ΙΙ. ἐκκενῶ τόπον τινὰ ἐκ τῶν κατοίκων αὐτοῦ, Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν Εὐρ. Ἑκ. 887· ἐξερημόω, πόλεις Διον. Ἁλ. 5. 77· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3.

Greek Monolingual

(AM ἐξοικίζω)
1. διώχνω, ξεσπιτώνω
2. ερημώνω
μσν.
αναστατώνω, ξεσηκώνω
αρχ.
1. εξορίζω
2. παθ. μεταναστεύω («ἀροῦδοι γὰρ ἐχθές εἰσιν ἐξωκισμένοι», Αριστοφ.)
3. εγκαταλείπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικίζω (< οίκος)].

Greek Monotonic

ἐξοικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. βγάζω, διώχνω κάποιον από το σπίτι του, εξορίζω, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ. και Μέσ., φεύγω από την πατρίδα μου, μετοικώ, μεταναστεύω, σε Αριστοφ., Αισχίν.
II. εκκενώνω από κατοίκους, αδειάζω, ερημώνω, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
I. to remove one from his home, eject, banish, Eur., Thuc.:—Pass. and Mid. to go from home, remove, emigrate, Ar., Aeschin.
II. to dispeople, empty, Eur.

Lexicon Thucydideum

sedibus pellere, to drive from their abodes, 1.114.3, 6.76.2.