ἐπικαθίζω
English (LSJ)
A set upon, τινὰ ἐπί τι Hp. Art.78: abs., (sc. κλίμακι) ibid.; τινὰ ἐν ἅρματι LXX 4 Ki..10.16; ἐν ὅπλοις ἀφανῶς ἐ. τὸ στρατιωτικόν J.AJ18.3.1:—Med., φυλακὴν ἐπεκαθίσαντο had a guard set, Th.4.130 (ἐπικαθίσταντο Poppo).
II. Intr., sit upon, πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσι Eup.94.5; τοῖς καρχησίοις ἐ. light upon, Plu.Them.12, cf. Thphr. CP 6.10.5.
2. sit down against, besiege, πόλει Plb.4.61.6.
German (Pape)
[Seite 944] (s. ἵζω), daraufsetzen, stellen, Hippocr. Bei Thuc. 4, 130 wird jetzt φυλακὴν ἐπικαθίσταντο für ἐπεκαθίσαντο gelesen. – Gew. sich darauf setzen, darauf sitzen, πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν Eupolis bei Schol. Ar. Ach. 529; γλαῦκα τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσαν Plut. Them. 12; auch πόλει, belagern, Pol. 4, 61, 6.
French (Bailly abrégé)
s'asseoir ou être assis sur, résider sur, être posé sur;
NT: faire asseoir.
Étymologie: ἐπί, καθίζω.
English (Strong)
English (Thayer)
1st aorist ἐπεκαθισα;
1. to cause to sit upon, to set upon: elz
2. intransitive, to sit upon: Matthew, the passage cited ( st) G L T Tr WH, others
Greek Monolingual
ἐπικαθίζω και ἐπικαθιζάνω (Α)
1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κάπου
2. (αμτβ.) κάθομαι πάνω σε κάτι
αρχ.
1. μέσ. τοποθετώ κάπου
2. πολιορκώ απειλώντας από ψηλότερο τόπο.
Greek Monotonic
ἐπικαθίζω:I. βάζω κάποιον να καθίσει επάνω σε, τινὰ ἐπί τι, σε Ιππ. — Μέσ., αόρ. βʹ -καθέζομην, φυλακὴν ἐπεκαθίσαντο, είχαν τοποθετήσει, εγκαταστήσει φρουρά, σε Θουκ.
II. αμτβ., κάθομαι πάνω σε, σκοντάφτω, βρίσκω τυχαία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαθίζω:
1 med. (у чего-л.) сажать, воен. ставить, выставлять (φυλακήν Thuc. - v.l. ἐπικαθίσταμαι);
2 (на чем-л.) сидеть, находиться (γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.);
3 (против чего-л.) расположиться лагерем, тж. осаждать (τῇ πόλει Polyb.);
4 (на что-л.) садиться (ἐπάνω τῶν ἱματίων NT).
Middle Liddell
I. to set upon, τινὰ ἐπί τι Hipp.:—Mid., aor. 2 -καθέζομην, φυλακὴν ἐπεκαθίσαντο had a guard set, Thuc.
II. intr. to sit upon, light upon, Plut.
Chinese
原文音譯:™pikaq⋯zw 誒披-卡特-衣索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-向下(化)
字義溯源:坐上,坐,騎,騎坐;由(ἐπί)*=在⋯上)與(καθίζω)=坐下)組成;其中 (καθίζω)出自(καθέζομαι)=就座),而 (καθέζομαι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,其中 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 他⋯騎坐(1) 太21:7