ἐπισφάζω

English (LSJ)

later ἐπισφάττω,
A slaughter over or slaughter upon, especially of sacrifices at a tomb, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ E.Hec.505; πρόβατά τινι ἐπισφάζω sacrifice them to the dead, X.Cyr.7.3.7 (Pass.).
2 αἷμα μηλείου φόνου ἐ. shed the blood of slaughtered sheep over, E.El.92, cf. 281; αἷμ' ἐπισφάξας νέον Id.Sthen.p.44A.:—Pass., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Arist. Col.796a15.
II kill upon or kill besides, τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν E.HF995, cf. X.An.1.8.29 (also ἑαυτὸν ἐπισφάξασθαι ibid.); Ἀντώνιον ἐ. Καίσαρι Plu.Brut.18:—Pass., ἐπεσφάγη τοῖς παισίν J.BJ5.13. I, cf. Philostr.V A4.16.
2 kill over again, νεκρούς D.L.2.135.
III dispatch, strike the death-blow, Thphr. ap. Porph.Abst. 2.30, Plu.Ant.76: metaph., talk one to death, Luc.JTr.43.

German (Pape)

[Seite 987] auch ἐπισφάττω (s. σφάζω), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ αἷμα μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Übertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43.

French (Bailly abrégé)

1 égorger sur : ἐπ. τινὰ τάφῳ EUR immoler qqn sur un tombeau ; πρόβατά τινι XÉN immoler des agneaux sur le corps d'un mort;
2 égorger ensuite ou à la suite de : τινα ἐπ. τινι qqn après qqn;
3 achever d'égorger, achever.
Étymologie: ἐπί, σφάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφάζω: или ἐπισφάττω
1 (на чем-л., у или после чего-л.) закалывать, умерщвлять, убивать (τινὰ τάφῳ Eur.): πρόβατά τινι ἐ. Xen. закалывать ягнят при погребении кого-л.; αἷμα μηλείου φόνου ἐ. Eur. окропить овечьей кровью (погребальный костер); τινὰ ἐ. τινί Plut. умерщвлять кого-л. вслед за кем-л.;
2 добивать, приканчивать (τινά Luc., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφάζω: μεταγεν. -σφάττω, σφάζω ἐπί, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) ἐπιχέω, αἷμα μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. σφάζω ἐπί τινος ἢ προσέτι, τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 (ἔνθα καὶ τὸ Μέσ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου φονεύω, νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. φονεύω ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 43.

Greek Monolingual

ἐπισφάζω και ἐπισφάττω (Α) σφάζω
1. σφάζω πάνω σε βωμό ή τάφο («καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἁβραδάτα»)
2. σφάζω επί πλέον ή μετά από κάποιον («τρίτον θῡμ’ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν»)
3. αποτελειώνω τον φόνο
4. φέρνω σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ με λόγια ή πράξεις («σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ἐπισφάζω: μεταγεν. -σφάττω, μέλ. -ξω,
I. σφάζω επάνω σε, λέγεται για θυσίες που προσφέρονται πάνω σε τάφο, σε Ευρ., Ξεν.
II. σκοτώνω έπειτα ή επιπλέον, στον ίδ.

Middle Liddell

later -σφάττω fut. ξω
I. to slaughter over or upon, of sacrifices offered at a tomb, Eur., Xen.
II. to kill after or besides, Xen.