close
English > Greek (Woodhouse)
adjective
solid, dense: P. and V. πυκνός.
narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.
close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.
secret: P. and V. κρυπτός, ἀφανής, ἄδηλος; see also taciturn.
mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.
evenly balanced (e. g., a close fight): P. and V. ἰσόρροπος, P. ἀντίπαλος.
I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρ' ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plato, Ap. 36A).
near: P. ὅμορος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, P. and V. πρόσχωρος; see near.
close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see near.
at close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συσταδόν.
substantive
consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plato), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.
end: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).
cessation: P. and V. διάλυσις, ἡ.
verb transitive
P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ἀποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.
block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.
bring to an end: P. and V. τελευτᾶν, P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end.
close (eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plato), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.
close one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plato), Ar. καταμύειν.
close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβύειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.
keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Euripides, Cyclops 624); see also shut.
close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.
close with, accept: P. and V. δέχομαι, δέχεσθαι (acc.).
close with (an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβάλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see engage.
verb intransitive
come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνω, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.
of combatants: P. and V. μάχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.
shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.