άρνυμαι

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source

Greek Monolingual

ἄρνυμαι (Α)
1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω
2. αποκτώ, κερδίζω
3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ
4. εκλέγω, προτιμώ
5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα -νυ-, ο οποίος έχει άμεση αντιστοιχία με το αρμεν. άrnum «παίρνω» (αόρ. άri, πρβλ. ηρόμην)
πιθ. συγγένεια με αβεστ. ∂r∂naυ- «παρέχω, χορηγώ», σανσκρ. ŗnō-ti «προσβάλλω, τυγχάνω», αρχ. άνω γερμ. arnōn «αποκτώ». Το ρ. άρνυμαι χρησιμοποιείται στην αρχαία ποίηση και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «προσπαθώ να αποκτήσω, προσπαθώ να πετύχω, δέχομαι (δόξα, αμοιβή, πληρωμή)», ενώ λείπει στον αττικό πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. μισθαρνώεργάζομαι επί μισθῴ») < φρ. «μισθὸν ἄρνυσθαι»].