άμφω
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek Monolingual
ἄμφω, τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, αμφότεροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά και σε γενική και δοτική δυϊκού ως ἀμφοῖν. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και αιτιατική, κυρίως για τα μέρη του σώματος. Επίσης χρησιμοποιείται λιγότερο στην αττική διάλεκτο, π.χ. στον Πλάτωνα, καθώς και στην όψιμη ελληνική λογοτεχνία. Γενικά ο τ. αντικαταστάθηκε από τη λ. ἀμφότερος. Ο ίδιος τ. υπάρχει και στα λατ. ambō. Με τον ίδιο αρχικό φθόγγο στην τοχαρ. Α āmpi. Σε άλλες γλώσσες ο τ. είναι χωρίς έρρινο (πρβλ. αρχ. ινδ. ubhau, αρχ. σλ. oba, αβ. uva και γοτθ. bai, χωρίς αρχικό φωνήεν). Οι τ. αυτοί τών διαφόρων γλωσσών οδηγούν στα συμπέρασμα ότι αρχικός ΙΕ τ. ήταν ο abmō < am + bhō, που στα Ελλ. (με τη λειτουργία του νόμου της τροπής τών ηχηρών δασέων σε άηχα) δίνει τ. ἄμφω (πρβλ. ἀμφί). Η ομοιότητα του τ. με το ἀμφὶ δεν μπορεί να είναι συμπτωματική. Ότι οι δύο τ. σχετίζονται είναι βέβαιο, χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί αν πρόκειται για αρχική συγγένεια ή υστερογενή εξομοίωση.
ΠΑΡ. ἀμφότεροι].