ἀφάνεια

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰνεια Medium diacritics: ἀφάνεια Low diacritics: αφάνεια Capitals: ΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: apháneia Transliteration B: aphaneia Transliteration C: afaneia Beta Code: a)fa/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A obscurity, uncertainty, τύχας Pi.I.4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀ. want of illustrious birth or rank, Th.2.37.    2 invisibility, Dam. Pr.6.    II disappearance, destruction, A.Ag.384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.

German (Pape)

[Seite 407] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάνεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀφανής, τὸ μὴ φαίνεσθαι, σκότος, ἀσάφεια, Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., ἔλλειψις ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ.ἐξαφάνισις. παντελὴς ὄλεθρος, ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ τύπος ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 obscurité;
2 disparition, ruine, perte.
Étymologie: ἀφανής.

English (Slater)

ᾰφᾰνεια
   1 obscurity, uncertainty c. gen. ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων (I. 4.31)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀφανία A.D.Synt.341.8

• Prosodia: [-φᾰ-]
I 1incertidumbre, imposibilidad de vislumbrar ἀ. τύχας ... πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι imposibilidad de vislumbrar la fortuna antes de alcanzar la meta final Pi.I.3(4).49.
2 fig. oscuridad de linaje ἀξιώματος ἀφανείᾳ por la oscuridad de su situación social Th.2.37, ὡς καὶ ἀπάτορος αὐτοῦ ὑπ' ἀφανείας ὄντος en la idea de que era huérfano por la oscuridad de su linaje D.C.76.9.4.
3 invisibilidad ἀφάνειαν καθ' ἣν ἀγνοεῖται καὶ ἀφανές ἐστι τοῖς πᾶσιν ... καθάπερ ἡ τυφλότης Dam.Pr.6.
II desaparición, destrucción οὐ γάρ ἐστιν ἔπαλξις ... ἀνδρὶ λακτίσαντι ... δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν no hay baluarte de defensa para el que derriba con el pie el altar de la justicia para su destrucción A.A.384, cf. Procl.in Prm.1072.6.

Greek Monolingual

η (AM ἀφάνεια) αφανής
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.