άρκτος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἄρκτος)
1. η αρκούδα
2. «Μεγάλη και Μικρή Άρκτος» — οι ομώνυμοι αστερισμοί
αρχ.
1. ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου
2. ο Βορράς, ο Βόρειος Πόλος
3. «ἑτέρα ἄρκτος» — ο Νότιος Πόλος
4. (στην Αθήνα) κορίτσι στην υπηρεσία της Βραυρωνίας Αρτέμιδος
5. είδος καβουριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ελλ. λ. άρκτος συνδέεται με αρχ. ινδ. ŗksa- αβ. arša-, αρμ. arj, λατ. orcsos > ursus, ιρλ. art. Πρόβλημα παρουσιάζει η προέλευση του συμπλέγματος -κτ-, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε από ΙΕ.-kt-, που θα κατέληγε σε αρχ. ινδ. -st- ούτε από IE.-ks-, που στην Ελληνική αποδίδεται με -ξ-. Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι η Ινδοευρωπαϊκή διέθετε κλειστούς φθόγγους (άηχα και ηχηρά δασέα), οι οποίοι κατά την άρθρωσή τους ακολουθούνταν από συριστικό με πολύ βραχύχρονη διάρκεια (π.χ. ks και g2h). Έτσι, το ελλην. σύμπλεγμα -κτ- στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες αποδίδεται ως εξής: αρχ. ινδ. ks, αβ. š ή , αρμ. č, λατ. cs, αρχ. άνω γερμ. hs, ιρλ. t και ο τ. άρκτος ανάγεται σε IE. ŗksos. Η ονομασία άρκτος δόθηκε από τους αρχαίους ήδη χρόνους σε δύο αστερισμούς (Μεγάλη και Μικρή Άρκτος), αν και το σχήμα τους δεν παρουσιάζει καμμιά ομοιότητα με την αρκούδα. Επειδή οι αστερισμοί αυτοί ανήκουν στο Βόρειο Ημισφαίριο, το ουσ. άρκτος κατέληξε να σημαίνει «Βορράς, Βόρειος Πόλος».
ΠΑΡ. άρκτειος, αρκτικός
αρχ.
αρκτεύω, άρκτιος, αρκτώος
νεοελλ.
Αρκτία, αρκτιδεύς.
ΣΥΝΘ. Αρκτούρος
αρχ.
αρκτοειδής, Αρκτοφύλαξ
μσν.
αρκτόμορφος
(μσν.-νέοελλ.) αρκτοτρόφος
νεοελλ.
Άρκτιτις, αρκτόδερμα, Αρκτοκήβος, Αρκτομήκων, Αρκτοστάφυλος].