ἑτερόγλωσσος
English (LSJ)
Att. ἑτερόγλωττος, ον,
A of other (i.e. foreign) tongue, Plb.23.13.2, Str.8.1.2; ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν by men of foreign tongue, 1 Ep.Cor.14.21, cf. Onos.26.2, Aq.Is.33.19. 2 of diverse tongues, ζῷα Ph.1.406.
German (Pape)
[Seite 1048] der eine andere Sprache redet, Ggstz ὁμόγλωσσος, Pol. 24, 9, 5; Strab. VIII p. 333; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ λαλῶν ἑτέραν, δηλ. ξένην γλῶσσαν, ξενόγλωσσος, Πολύβ. 24. 9, 5, Στράβ. 333· ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, δι’ ἑτερογλώσσων καὶ διὰ ξένων χειλέων θὰ λαλήσω πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. κ. ιδ΄, 21. ― Ἐπίρρ. -ώσσως, Ἰω. Χρυσ. τ. 3. σ. 234· ― ἀντίθετ. τῷ ὁμόγλωσσος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle une autre langue.
Étymologie: ἕτερος, γλῶσσα.
English (Strong)
from ἕτερος and γλῶσσα; other- tongued, i.e. a foreigner: man of other tongue.
English (Thayer)
ἑτερογλωσσου, ὁ (ἕτερος and γλῶσσα), one who speaks (another i. e.) a foreign tongue (opposed to ὁμόγλωσσος): Aq.; Polybius 24,9, 5; Strabo 8, p. 333; (Philo, confus. lingg. § 3; others); but differently in γλῶσσα, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτερόγλωσσος, -ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες.
επίρρ...
ἑτερογλώσσως
σε ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί-γλωσσος, εύ-γλωσσος].